Πολλές οι σκέψεις μου για το σινεμά του σήμερα. Η, ως συνήθως για τον ίδιο, κρυπτικά πολυεπίπεδη και αρκετά πολιτική δραματουργία του Βιμ Βέντερς λειτούργησε καταλυτικά ώστε αυτές να βγουν παραέξω. Άλλωστε ο ίδιος ο Γερμανός σκηνοθέτης ήταν από αυτούς που ακολούθησαν την πολυταξιδεμένη διαδρομή από το ευρωπαϊκό art cinema προς τον γεμάτο μύθους κινηματογράφο του δολαρίου. Η έλξη αυτής της πορείας ήταν πολύ μεγάλη ακόμα και για σπουδαίους δημιουργούς.
Τέτοιου είδους διαδρομές, εδώ και χρόνια σχηματοποιημένες και απόλυτα αποδεκτές, εδραίωσαν την εικόνα-στα δικά μου μάτια τουλάχιστον-της απόλυτης κυριαρχίας του αμερικάνικου σινεμά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες βιώνουμε την ολοκληρωτική παρουσία του αμερικάνικου κινηματογράφου σε όλα τα επιπέδα. Δεν είναι μόνο το θέμα της γλώσσας, μα είναι και αυτό. Δεν είναι μόνο η μόνιμη απορία αν-για παράδειγμα οι διάφοροι “ειδικοί” που ψηφίζουν στα Όσκαρ-ρίχνουν ματιές σε μη αγγλόφωνες ταινίες. Άλλωστε η εδραίωση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας αποτελεί άλλοθι και δικαιολογία μαζί. Είναι,κυρίως, η πολυδιάσπαση αλλά και η υπερσυγκέντρωση, μέσω ενός ελέγχου της κυρίαρχης κουλτούρας που δεν αποτελεί θέμα αυτού του κειμένου, όλων των ενδιαφερόντων του κοινού προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις από αυτούς που διαθέτουν όλα τα μέσα για να το πράξουν.
Φυσικά, δεν λέω, ούτε καν υποννοώ, πως οι περαιτέρω αφηγήσεις δεν υπάρχουν. Όχι βέβαια, μα είναι τόσο μηδαμινές (στα μεγέθη, όχι σε αξία) που αποτελούν μια μουντζούρα στη συνολική εικόνα. Ο κινηματογράφος, άλλωστε, έχει μια εγγενή αδυναμία, ακριβώς την ίδια που αποτελεί και τη γιγάντια δύναμη του. Μέσω της εικόνας αιχμαλωτίζει τη φαντασία, στην ουσία την καλουπώνει , πετυχαίνοντας ένα διττό αποτέλεσμα: από τη μια μας δίνει σπουδαίες εικόνες, μυθοπλασίες και παραμύθια ψυχαγωγώντας μας, από την άλλη βάζει χαλινάρια και παρωπίδες στη φαντασία μας, οριοθετώντας μέχρι που θα φτάσει. Πρώτα, πάντα, θα διαβάσω ένα βιβλίο και μετά θα δω-αν δω-την κινηματογραφική μεταφορά του.
Δυστυχώς, πλέον, όλοι σκεφτόμαστε με τους όρους που έχει επιβάλει-μια και η σύγχρονη κουλτούρα έχει επιβληθεί με διάφορους τρόπους σε όλους μας-το hollywood, για τη συντριπτική πλειοψηφία των σινεφίλ σινεμά θα πει Αμερική και όλα τα υπόλοιπα είναι όμορφα γραφικά. Μην ξεχνάμε, όμως, πως μιλάμε για τέχνη. Και η τέχνη-σε όλες τις εκφάνσεις της-είναι εκ προοιμίου ά-πατρις. Οι εικόνες, τα συναισθήματα και οι ιδέες δεν χωράνε σε καμιά εθνικότητα. Παίρνω το δικαίωμα να πω πως πλέον μιλάμε για μια ύβρι απέναντι στην έβδομη Τέχνη και το μαγικό της κόσμο.
Διευκρινίζω όμως. Δεν έχω καμιά διάθεση να μηδενίσω. Μεγάλωσα με το αμερικανικό σινεμά,τα ανεξάρτητα (αν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε έτσι) ’70’s για τον κινηματογράφο από τις Η.Π.Α. καθόρισαν την αισθητική μου και συνεχίζουν να το κάνουν. Ξέρω πάρα πολλά για τις συνθήκες-κοινωνικές, πολιτικές, προσωπικές-που οδήγησαν σε αυτό το μεγάλο μπαμ της εκφραστικής άνθισης από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Από την άλλη έχω δει πάρα πολλές-για να χρησιμοποιήσω ένα τρανταχτό παράδειγμα-ταινίες του Κουροσάβα, ακόμα ψάχνω τον Όζου, πόσα όμως γνωρίζω για το τι υπήρχε πίσω από τα αριστουργήματα τους; Ελάχιστα, άντε να έχω κατά νου την τεράστια διπλή ανοιχτή πληγή που άφησαν στην ιαπωνική κοινωνία οι δύο ατομικές βομμες που έριξε η χώρα των γενναίων και των ελεύθερων πάνω της, και πως αυτό αποτυπώθηκε στο σινεμά τους. Από εκεί και πέρα ελάχιστα.
Ανήκωμεν εις τη δύση, καλώς ή κακώς.
Και στο δυτικό κόσμο οι αναλογίες με τη χαώδη (όχι πάντα με αρνητικό πρόσημο) κατάσταση στη μουσική είναι πολλές: Το διαδίκτυο και η ψηφιακή τεχνολογία απελευθέρωσε, θεωρητικά, όλες τις δημιουργικές δυνάμεις. Ο κόπος και ο χρόνος που χρειάζεται, όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος για να τις ανακαλύψει-από τη στιγμή που δεν σουλατσάρουν στις mainstream οδούς-είναι πολύ μεγάλος και ουσιαστικά απαγορευτικός για τους πολλούς. Και μια και μιλάμε για mainstream και δυτικές κοινωνίες, μπορώ να επιβεβαιώσω προσωπικά την τεράστια έλλειψη, ακόμα και στις μεγαλουπόλεις, των αιθουσών που μπορεί κανείς να δει δημιουργίες από το παρελθόν και το παρόν, από αυτές που δεν χρειάζονται ποπ κορν, νάτσος και χάχανα. Οποιος έχει δοκιμάσει να δει μια καλή ταινία στο εξωτερικό, με καταλαβαίνει…
Δεν θέλω, όμως, να μηδενίσω. Και τώρα υπάρχουν σπουδαίοι σκηνοθέτες, ηθοποιοί και συγγραφείς. Κατά καιρούς οι εικόνες και οι ιστορίες που βλέπουμε είναι εκπληκτικές. Μα ως αποτέλεσμα της ομογενοποίησης και της απουσίας πλουραλισμού, ακριβώς λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του ενός, πάντα κάτι θα λείπει. Θυμάμαι το προπέρσινο Gravity του Αλφόνσο Κουαρόν που με είχε καθηλώσει με τις φαντασμαγορικές, γεμάτες έμπνευση, εικόνες του. Τα μηνύματα της ταινίας, όμως, έπρεπε να διαχυθούν μέσω των, ελάχιστα υπαρκτών, εκφραστικών μέσων μιας Σάντρα Μπούλοκ και ενός Τζορτζ Κλούνεϊ…
Η τόσο κλισέ μα και τόσο αληθινή μαγεία της μεγάλης οθόνης αποτελεί μια καταπληκτική συλλογική-με φίλους ή οποιαδήποτε αγαπημένη παρέα- έκθεση όλων μας στο υπερβατικό της Τέχνης. Ο Αμερικάνος, όμως, δεν είναι φίλος σου, δεν ήταν ποτέ.
ο κουλτουριάρης