Τι διακυβεύεται στο δημοψήφισμα-που-έρχεται; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση πρέπει να συλλάβουμε την εν λόγω έλευση όχι απλά ως ένα μελλούμενο, δηλαδή ένα γεγονός που πρόκειται να τελεστεί μετά την πάροδο ενός καθορισμένου χρονικού διαστήματος, αλλά ως την ιδιάζουσα καιρικότητα ενός συμβάντος που αγκαλιάζει τον χρόνο που απομένει για την πλήρωση του. Για να το πούμε πιο απλά, το δημοψήφισμα-που-έρχεται συμβαίνει ήδη: στα διαγγέλματα και στις παλινωδίες της κυβέρνησης, στον παροξυσμό της αντιπολίτευσης, στην χυδαία προπαγάνδα των ΜΜΕ, στους σχεδιασμούς, στις μεθοδεύσεις, στις συνεννοήσεις πάνω και κάτω από το τραπέζι, στις κινητοποιήσεις, στις ουρές στα ΑΤΜ, στα ατομικά άγχη και στις συλλογικές υστερίες, φόβους και φαντασιώσεις. Για να αξιολογηθεί συνεπώς το δημοψήφισμα ως προς τα επίδικα και τις διακυβεύσεις του πρέπει να κατανοηθεί ως ένα συμβάν εν το γίγνεσθαι που παράγει και παράγεται μέσα από ροές δυνάμεων και συναρμόσεις των οποίων κατάληξη είναι η ιστορική παραγωγή δυο πρόσκαιρων στρατοπέδων.
Το δημοψήφισμα ως δυνητικότητα είχε αρχίσει να συμβαίνει στην πραγματικότητα εδώ και καιρό, ζούσε ως η φαντασίωση μιας άμεσης λαϊκής εντολής, μια φαντασίωση που γεννάει τόσες ελπίδες όσες και φόβους. Ειδικά από όταν ανέλαβε η κυβέρνηση με βάση τον ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος συνδέει σε ένα διακηρυκτικό-προγραμματικό επίπεδο μια κινηματική αντίληψη της συλλογικής συμμετοχής ως δύναμη εκδημοκρατισμού με μια λαϊκιστική αντίληψη του λαού ως φορέα κυριαρχίας που την επιβουλεύονται κάποιες ελίτ) αυτή η φαντασίωση απόκτησε έναν όλο και πιο απτό χαρακτήρα ως μια πραγματική λύση σε ένα ενδεχόμενο αδιέξοδο. Επειδή όμως ακόμα και με μια εξαιρετικά περιορισμένη μορφή το δημοψήφισμα αποτελεί μορφή παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στην κεντρική πολιτική σκηνή, η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να το έθετε ως ένα ύστατο μέσο και όχι ως μια πρακτική που μπορεί να ενσωματωθεί στις διαδικασίες παραγωγής πολιτικής. Κατά αυτόν τον τρόπο το δημοψήφισμα συνέχίζε να υφίσταται στο συλλογικό φαντασιακό ως μια κατάσταση κρίσης. Αναμενόμενα, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος – η μετάβαση από την δυνητικότητα στην πραγματοποίηση – θα ερχόταν μόνο ως ένα ακραίο σημείο πύκνωσης εντάσεων που εξίσου αναμενόμενα θα παρήγαγε νέες μεγάλες εντάσεις.
Η εκτίμηση μου ότι οι δανειστές δεν θα τραβούσαν το σκοινί στα άκρα, μέσω κάποιου τύπου πραξικοπήματος αποδείχθηκε λάθος. Αντιθέτως φαίνεται να επικράτησε η πιο σκληρή τάση, που πέρα από φορέας οικονομικής ορθοδοξίας είναι και πολιτικά η πλέον αντιδραστική, που αποζήτησε την πολιτική κατατρόπωση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με όλα τα στοιχεία του παραδειγματισμού που κάτι τέτοιο θα ενείχε. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτιστη επιδίωξη της πρωτοβουλίας για δημοψήφισμα είναι η επιβίωση: της συγκυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο κόμμα, διάφορων πολιτικών καριέρων. Και αυτό γιατί η υπογραφή της “συμφωνίας” που πρόσφεραν οι δανειστές θα ήταν καθαρή πολιτική αυτοκτονία, κάτι που αδυνατώ να πιστέψω ότι δεν ήταν εν γνώση τους. Από αυτή τη σκοπιά, όσο και να το αρνείται η κυβέρνηση, το δημοψήφισμα είναι σύμπτωμα της αποτυχίας της διαπραγμάτευσης και γενικότερα της αυταπάτης για έναν “έντιμο συμβιβασμό” επωφελή για όλους.
Φυσικά, όπως δείχνει και το ότι έστειλε νέα πρόταση για συμφωνία, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι το δημοψήφισμα θα λειτουργήσει ως μέσο πίεσης προς τους δανειστές, έτσι ώστε να επιτευχθεί μια επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων από καλύτερη θέση. Και μόνο το γεγονός ότι μπαίνει ως αντικείμενο ανταλλαγής – “το παίρνω πίσω αν μου δώσεις κάτι” – καταδεικνύει πόσο εργαλειακά αντιμετωπίζει η κυβέρνηση το δημοψήφισμα και τον πολιτικό ρόλο του (κατά τα άλλα “κυρίαρχου”) λαού. Για κανένα λόγο όμως δεν προκύπτει εξ αυτού ότι το δίλημμα που θέτει το δημοψήφισμα είναι πλαστό. Το ότι μπορεί ένα δίλημμα να είναι προβληματικό ή ανεπαρκές από μια ορισμένη σκοπιά δεν αναιρεί την πραγματικότητα του, τις απτές τους επιπτώσεις και επίδικα. Αν το δημοψήφισμα έγειρε απλά ένα ψευτοδίλημμα, είναι να απορεί κανείς γιατί έχουν συσπειρωθεί με τόση λύσσα γύρω από το “ναι” οι δανειστές και το ντόπιο κατεστημένο, κινητοποιώντας μια τεράστια μηχανή προπαγάνδας που επενδύει στον φόβο, στον πανικό, στα μικροσυμφέροντα, στην έλλειψη πολιτικής αντίληψης και σε όλα τα συντηρητικά ένστικτα των μαζών. Όποιος έχει υπομονή είναι εντυπωσιακό να παρακολουθήσει αυτόν το τεράστιο μηχανισμό στον οποίο παρελαύνει ο κάθε πιθανός και απίθανος τύπος αρκεί να συνεισφέρει με τον τρόπο του στην προπαγάνδα του Ναι. Αν αποτελεί ιστορικό γεγονός ότι οι μόνοι με σταθερή ταξική συνείδηση είναι οι πλούσιοι, θα πρέπει να λάβουμε τουλάχιστον υπόψη μας το γεγονός ότι η ελληνική άρχουσα τάξη, στην κρίσιμη της πλειονότητα, έχει διαλέξει στρατόπεδο. Κάτι αν μη τι άλλο την ανησυχεί, και ας μην είναι τόσο τρομακτικό όσο η επανάσταση ή η οργανωμένη εργατική τάξη.
Αν από τη μεριά της κυβέρνησης το δημοψήφισμα είναι σε ίσες δόσεις ένας υπολογισμένος ελιγμός και μια βουτιά στο κενό, για τους “θεσμούς” όπως και για το ντόπιο κατεστημένο είναι ένα σκάνδαλο. Όχι γιατί θα είναι η πρώτη φορά που θα γίνει δημοψήφισμα στην Ευρώπη. Αλλά διότι αυτό το δημοψήφισμα, παρόλη την προσπάθεια της κυβέρνησης να το περιορίσει, εγκαλεί εμμέσως πλην σαφώς τον λαό να παρέμβει επί των βασικών αρχών της αναδιάρθρωσης που συντελείται. Ποιο είναι το περιεχόμενο της “συμφωνίας” που προτείνουν και υποστηρίζουν οι θιασώτες του Ναι; Εμφανώς, όπως μια απλή ανάγνωση της πρότασης των θεσμών αρκεί να δείξει, η συνέχιση της λιτότητας και της υποτίμησης. Αλλά αυτές δεν είναι αυτοσκοποί όσο πολιτικές που αποσκοπούν ώστε η απαραίτητη αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού συστήματος (στην Ελλάδα όπως και αλλού) να μη διαταράξει αλλά να ενισχύσει την κρατούσα κατάσταση και τα προνόμια που αυτή επικυρώνει. Πιο αφηρημένα, το ζήτημα είναι αφενός τα βάρος της αναδιάρθρωσης που αποσκοπεί να οδηγήσει το κεφάλαιο σε έναν νέο κύκλο συσσώρευσης να μετακυλήσει στην εργασία και αφετέρου, προς στην ίδια κατεύθυνση επαναφοράς, να αναδιαρθρωθεί και η ίδια η εργασία (βλ. επισφάλεια, εξατομίκευση κλπ). Σε αυτή τη συγκυρία εμβάθυνσης της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής, η ιδέα ότι μπορούν οι στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου να τίθενται σε άμεση αμφισβήτηση από μια λαϊκή απόφαση φαίνεται από τη σκοπιά της σύγχρονης αστικής ελίτ (αυτή τη υπερεθνικής μαφίας πολιτικών, κεφαλαιοκρατών, στελεχών, τραπεζιτών και τεχνοκρατών) ως ακραία και επικίνδυνη. Πόσο μάλλον όταν σε σημαντικά κράτη, όπως η Ισπανία, η ιδέα ενός βαθέως εκδημοκρατισμού μέσω της ενέργειας των κινημάτων των από κάτω κερδίζει έδαφος. Αλλά το ζήτημα δεν είναι μόνο η απειλή που νιώθει η ολιγαρχία που κυβερνάει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Το ζήτημα είναι ότι μια λαϊκή εντολή που δεν υπαγορεύεται από τις αγορές μπορεί όντως να έρθει σε αντίθεση με αυτές και να προκαλέσει βαθιές αναταράξεις. Για αυτό και οι εκφραστές του κυρίαρχου λόγου, από τους πολιτικούς μέχρι τους διάφορους ακαδημαϊκούς, δεν διαφωνούν απλά με το “όχι” αλλά με το δημοψήφισμα καθαυτό, ως διαδικασία ικανή να παρέμβει σε σημαντικά οικονομικά ζητήματα. Και από τη δική τους τη σκοπιά έχουν δίκιο. Εν ολίγοις, το δημοψήφισμα αναδεικνύει την πολυεπίπεδη ένταση και αντίφαση μεταξύ της δημοκρατίας ως διαδικασία πρόσβασης των από κάτω στην παραγωγή δίκαιου και αρχής με τις λειτουργίες του καπιταλισμού, ειδικά στην παρούσα φάση του.
Όσο σημαντικό και αν είναι να ανιχνευθούν οι στοχεύσεις των πολιτικών δυνάμεων, είναι ανεπαρκές, διότι το δημοψήφισμα κινητοποιεί συγχρόνως και το κοινωνικό σώμα, το οποίο αρχίζει και διαφοροποιείται σε στρατόπεδα, δηλαδή ανταγωνιστικές συναρμόσεις. Και επειδή είναι ο “λαός” που ονομάζεται ως το υποκείμενο της κυρίαρχης εντολής που θα δοθεί, η πόλωση που ένα δίλημμα αναπόφευκτα παράγει οδηγεί εξίσου αναπόφευκτα σε μια μορφή (ήπιου αλλά με πολωτικές τάσεις) διχασμού. Τι κοινωνικά ερείσματα έχει άραγε το Ναι; Τα περί δωσιλογισμού και “γερμανοτσολιάδων” φυσικά δεν έχουν καμία αναλυτική αξία. Σίγουρα αγκαλιάζεται από την πλειοψηφία της μεγαλοαστικής τάξης, καθώς πέρα από το γεγονός ότι το ευρώ αλλά και οι πολιτικές λιτότητας παραμένουν βασική στρατηγική επιλογή του μεγάλου ντόπιου κεφαλαίου, η “παραμονή στην Ευρώπη” ανταποκρίνεται συνολικά στο φαντασιακό, στα συμφέροντα και στο lifestyle των μεγαλοαστών. Αλλά το Ναι έχει σημαντικά ερείσματα και στα μεσοαστικά στρώματα, ειδικά σε όσους έχουν ταυτίσει τα προνόμια τους με την κρατούσα κατάσταση, πχ. σε επαγγελματίες πετυχημένους ή φιλόδοξους αρκετά ώστε να θεωρούν μια ενδεχόμενη έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ ως έκπτωση και περιορισμό του ορίζοντα. Πέρα όμως από τα λίγο-πολύ προνομιούχα στρώματα – τα οποία διακηρύσσουν ανοιχτά ότι κάθε θυσία (άλλων) είναι ανεκτή για να “μείνουμε Ευρώπη” – το Ναι συσπειρώνει μέσα από την ανηλεή προπαγάνδα τα πιο συντηρητικά και φοβισμένα κομμάτια από τα εργατικά και μικρομεσαία στρώματα, ειδικά συνταξιούχους και ιδιωτικούς υπαλλήλους εγκλωβισμένους στην ευημερία του αφεντικού τους. Εν ολίγοις, το Ναι συναρμόζει όσους είναι προσδεμένους αρκετά στο υπάρχον για να θέλουν να το συντηρήσουν, είτε κατά κύριο λόγο από υλικό συμφέρον, είτε από φαντασιακή ταύτιση, είτε από φόβο μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και το άγνωστο. Με άλλα λόγια, το Ναι είναι μια επένδυση για επιστροφή σε μια γνώριμη κανονικότητα. Αν και διαταξική ως προς τη σύνθεση της, όμως, όσον αφορά τον ταξικό της πυρήνα και την πολιτική της κατεύθυνση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η συνάρμοση ηγεμονεύεται πλήρως από την αστική ελίτ και τις πολιτικές δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου μεταπολιτικού εξτρεμισμού.
Το Όχι είναι και αυτό μια συνάρμοση, που εγγράφει τα δικά της συμφέροντα, άγχη, προσδοκίες, επιθυμίες και φαντασιώσεις. Ταξικά ο πυρήνας του είναι τα μικρομεσαία και εργατικά στρώματα, από νέους προλετάριους μέχρι και μικροεπιχειρηματίες. Βρίσκονται φυσικά και (λίγα) κομμάτια του πιο μεγάλου ντόπιου κεφαλαίου. Έτσι και στο διεθνές επίπεδο, ενώ έλκει την αλληλεγγύη των προοδευτικών εργατικών και μεσαίων τάξεων, μπορεί να το καλοβλέπουν σαν ενδεχόμενο κερδοσκόποι και όσοι προσδοκούν διάλυση της ΕΕ. Πολιτικά μπορεί να ηγεμονεύεται από τη μετριοπαθή σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά αγκαλιάζει από την άκρα και λαϊκή δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά και την αναρχία. Φυσικά υπάρχει και ο περιρρέον πατριωτισμός, η εθνική αφήγηση ως διαμεσολάβηση και ενσωμάτωση των κοινωνικών επενδύσεων και ροών που συναρμόζονται στο Όχι. Δεν υποτιμώ καθόλου τους προβληματισμούς προς αυτή την ηγεμονία του εθνικό-λαϊκισμού. Πρέπει όμως να καταλάβουμε πως παράγεται ιστορικά. Ένας “λαός” αποτελεί υποστασιοποίηση μιας ιστορίας που συγκροτείται ως – μη-συνεκτική και ενίοτε, όπως στην Ελλάδα, ιδιαίτερα ανταγωνιστική – συλλογική μνήμη και ταυτότητα. Όταν λοιπόν ο κοινωνικός πυρήνας ενός λαού, δηλαδή τα λεγόμενα “λαϊκά στρώματα”, υφίστανται μια κοινωνική καταστροφή που αντικειμενικά τους ενώνει κάτω από έναν κοινό αρνητικό παρανομαστή (μνημόνια, πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης)· όταν αυτές οι καταστροφικές πολιτικές διαμεσολαβούνται από υπερεθνικές δομές πίεσης και επιβολής, ασχέτως αν αποτελούν συγχρόνως στρατηγικές επιλογές του ντόπιου κατεστημένου· όταν η πορεία και η έκβαση των πολιτικών αυτών περνάει μέσα από διακρατικές διαπραγματεύσεις όπου ένα μικρό κράτος βρίσκεται πιεσμένο από ένα συνασπισμό δυνάμεων· όταν ξένοι ηγέτες και μέλη της διεθνούς ελίτ επεμβαίνουν κατάφορα κουνώντας το χέρι και ζητώντας επί της ουσίας υποταγή σε αυτές τις πολιτικές· όταν μια κίνηση μαζικής κοινωνικής αντίστασης σε αυτές τις πολιτικές αναζητά κοινά σύμβολα και αφηγήσεις στο παρελθόν, τότε είναι αναπόφευκτο την παρούσα συγκυρία και στην συγκεκριμένη κοινωνία να εμφανιστεί ένας εθνικό-λαϊκιστικός λόγος. Αυτό δεν σημαίνει για κανένα λόγο άκριτη αποδοχή του αλλά ούτε μπορεί να σημαίνει η παρουσία του και απαξίωση του δημοψηφίσματος ή πιο συγκεκριμένα του στρατοπέδου του Όχι στο όνομα κάποιας ταξικής καθαρότητας. Σίγουρα, στο Όχι βρίσκει κανείς την προσμονή για κέρδος και για αποκατάσταση χαμένων προνομίων. Αλλά βρίσκεται επίσης η ειλικρινής επιθυμία για αξιοπρέπεια, το μπούχτισμα με την όλη κατάσταση, η ελπίδα για βελτίωση της ζωής, μέχρι και η προσδοκία για βαθύ κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό. Το στρατόπεδο του Όχι είναι πραγματικά ένα bricolage ροών, μια μη-αναγώγιμη πολλαπλότητα που μπορεί να υφίσταται ενικά μόνο ως δύναμη άρνησης.
Το προφανές ερώτημα είναι φυσικά ακριβώς τι δύναμη άρνησης μπορεί να έχει ένα δημοψήφισμα. Είναι ικανό άραγε να μετασχηματίσει τους συσχετισμούς δύναμης και να σταματήσει τις κυρίαρχες πολιτικές μέσα από ένα τρανταχτό “Όχι”, που θα ακουστεί σαν λαϊκός βρυχηθμός; Είναι αφελές να αποδοθεί τέτοια δύναμη ή διακύβευση στο δημοψήφισμα. Μάλιστα, η ίδια η διαδικασία του δημοψηφίσματος πρέπει να απομυθοποιηθεί. Όσο “radical” και αν ακούγεται η δυνατότητα απόφασης για εθνικά θέματα, το δημοψήφισμα μπορεί κάλλιστα όχι απλά να ενσωματωθεί στην κρατούσα κατάσταση αλλά να είναι λειτουργικό στην αναπαραγωγή υφιστάμενων διακρίσεων και προνομίων. Μπορεί κάποιος να δει το παράδειγμα της Ελβετίας ή να θυμηθεί ότι και η Χρυσή Αυγή αναγνωρίζει τα δημοψηφίσματα ως μορφές έκφρασης ενός συγκροτημένου εθνικού κορμού. Το θέμα είναι ποιος, τι, γιατί, και σε ποιες συνθήκες αποφασίζει, και όχι απλά το γεγονός ότι υπάρχουν διαδικασίες “άμεσης” λαϊκής εντολής. Όπως επίσης η απλή απόφανση σε ερωτήματα και διλήμματα στων οποίων την παραγωγή και διατύπωση δεν υπήρξε καμία συμμετοχή, έχει ιδιαίτερα περιορισμένη δημοκρατική δυναμική, τουλάχιστον υπό μια έννοια της δημοκρατίας ως έμπρακτη αμφισβήτηση από τα κάτω του διαχωρισμού κυβερνώντων-κυβερνώμενων.
Όποιος λοιπόν περιμένει ένα δημοψήφισμα να επιφέρει μια ριζική άρνηση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος εθελοτυφλεί. Παρόλα αυτά όμως δεν είναι όλα τα δημοψηφίσματα ίδια. Και το συγκεκριμένο δημοψήφισμα επειδή έρχεται υπό τη μορφή μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κουβαλάει μια ιδιάζουσα δυναμική ορατή σε όποιον έχει επαφή με την κοινωνία. Κινητοποιώντας, διασπώντας και συναρμόζοντας το κοινωνικό σώμα, το δημοψήφισμα ως γίγνεσθαι σηματοδοτεί την εισβολή στη δημόσια σφαίρα από ανταγωνιστικές επιθυμίες και προσδοκίες, οι οποίες βρίσκουν την έκφραση τους σε διάφορες πολιτικές προοπτικές. Η ανάλυση που προηγήθηκε ήθελε να δείξει συγκεκριμένα ότι η δυναμική που δημιούργησε το δημοψήφισμα αποκρυστάλλωσε δυο στρατόπεδα τα οποία ήδη είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στον δημόσιο χώρο. Το στρατόπεδο του Ναι ηγεμονεύεται από τα συμφέροντα και τις πολιτικές της αστικής ελίτ, ντόπιας και διεθνούς. Το Όχι δεν έχει καμία ενιαία αφήγηση αλλά συναρμόζεται ως άρνηση στις κυρίαρχες πολιτικές και στην προσπάθεια επιβολής τους. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς την έλλειψη ενός συγκροτημένου ταξικού ή επαναστατικού πολιτικού λόγου με ηγεμονικές αξιώσεις. Αν όμως θέλουμε να μη γίνουν οι έννοιες και τα σλόγκαν φετίχ στα οποία επενδύουμε ανεξάρτητα από την πραγματικότητα που αναφέρονται, οφείλουμε να δούμε πως αυτό το έλλειμμα παράγεται ιστορικά. Πάντως, η εικόνα μια ενιαίας εργατικής τάξης που παλεύει μόνη της περήφανα και οργανωμένα ενάντια στα “αφεντικά και το κράτος τους” αυτή τη στιγμή είναι μια φαντασιακή προβολή. Πέρα από το γεγονός ότι όταν η κοινωνική πόλωση φτάνει τα επίπεδα μαζικής κινητοποίησης ποτέ δεν παίρνει τη μορφή δυο καθαρών ταξικών στρατών, στην παρούσα συγκυρία το επίπεδο κατακερματισμού και διαφοροποίησης στα εργατικά στρώματα απλά δεν έθετε το ενδεχόμενο εμφάνισης μια πολιτικά συγκροτημένης εργατικής τάξης με αξιώσεις να σταθεί ως ηγεμονική δύναμη. Αλλά το γεγονός ότι οι γραμμές σύγκρουσης δεν είναι απόλυτα καθαρές (πότε ήταν άλλωστε;) ή ότι οι διαμεσολαβήσεις και οι μορφές έκφρασης της κοινωνικής πόλωσης δεν είναι οι επιθυμητές, δεν σημαίνει ότι αυτή η πόλωση δεν έχει ταξικό πρόσημο. Εφόσον οι συναρμόσεις που παρήχθησαν ενσωματώνουν ως διακύβευση τα συμφέροντα, τις ανάγκες και τις προσδοκίες των ανώτερων και υποτελών τάξεων (αλλά και πιο ειδικά αυτά του κεφαλαίου και της εργασίας) το δημοψήφισμα αποτελεί μια στιγμή ταξικής σύγκρουσης, η οποία δυστυχώς δεν γίνεται με όρους προσφιλείς σε μια ριζοσπαστική ταξική και πολιτική προοπτική.
Ίσως εν τέλει ό, τι πραγματικά άξιζε σε αυτό το δημοψήφισμα να είναι αυτό που δεν θα (μπορούσε να) γίνει, μια ριζοσπαστικοποίηση από τα κάτω που θα ξεπέρναγε εντελώς τα διλήμματα που θέτονται από τα πάνω. Ακόμα και έτσι όμως θα παραχθεί ένα αποτέλεσμα, το οποίο εφόσον ανοίγει δυο διαφορετικές κατευθύνσεις κουβαλάει και ένα επίδικο, είτε αυτό είναι μείζον είτε έλασσον. Η επικράτηση του Ναι θα νομιμοποιήσει, κάτω από την αιγίδα της λαϊκής βούλησης και υπό τη μορφή των απαραίτητων θυσιών για το ευρωπαϊκό πεπρωμένο, τις πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης, αυτές που υπήρξαν μέχρι τώρα και αυτές που θα έρθουν. Την ίδια στιγμή θα δυσχεραίνει εξαιρετικά την επιτυχή αντίσταση σε αυτές αφού οι τελευταίες θα έχουν ακριβώς την εξαιρετικά σημαίνουσα επικύρωση της λαϊκής βούλησης. Με απλά λόγια, το Ναι θα σφραγίσει τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης με τους όρους που αυτή γίνεται. Από την άλλη, είναι δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει μέσω του Όχι να νομιμοποιήσει τις δικές της πιο “ήπιες” πολιτικές λιτότητας. Μάλιστα, αν την αφήσουν οι δανειστές, μπορεί παροδικά να το πετύχει αυτό, μια και είναι αμφίβολο ότι το στρατόπεδο του Όχι θα γεννήσει άμεσα ένα αντικυβερνητικό κίνημα. Το τι σχεδιάζει η κυβέρνηση όμως δεν εξαντλεί τη δυναμική και τις διακυβεύσεις του Όχι. Εφόσον το τελευταίο επικρατήσει θα κηρύξει υπό τη μορφή μιας κυρίαρχης λαϊκής εντολής ως μη αναγκαίες τις πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης. Λαμβάνοντας υπόψη των τεράστιο εκβιασμό και εκφοβισμό από τα πάνω αυτό την ίδια στιγμή σηματοδοτεί μια (πραγματικά θαρραλέα και αξιοπρεπή) άρνηση υποταγής στη λογική και τις ανάγκες των αγορών και των κυρίαρχων ελίτ. Το θέμα εδώ δεν είναι αν η λιτότητα και η υποτίμηση θα παύσουν να υφίστανται την επαύριον του δημοψηφίσματος, αλλά ότι το Όχι δημιουργεί ένα καλύτερο πεδίο για την ανάπτυξη αγώνων ενάντια σε αυτές τις πολιτικές. Με άλλα λόγια το Όχι επί της ουσίας νομιμοποιεί σε ένα συμβολικό πεδίο τις γραμμές αντίστασης και αγώνα ενάντια στις δυνάμεις που επιβάλουν και φέρουν τις κυρίαρχες πολιτικές, και σε αυτές μπορεί κάλλιστα να είναι και ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού η κήρυξη του δημοψηφίσματος δεν αλλάζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση ήταν και είναι έτοιμη να υπογράψει ένα “ήπιο” μνημόνιο ούτε ότι έχει συνθηκολογήσει με το ντόπιο κατεστημένο.
Πέρα από δυνητικές γραμμές αγώνα το Όχι θα ανοίξει και ένα πεδίο αβεβαιότητας. Η κυβέρνηση αρνείται να παραδεχθεί το προφανές, ότι το δημοψήφισμα έχει παραγάγει ροές σύγκρουσης που ανοίγουν το ενδεχόμενο της νομισματικής αλλαγής. Όσο εμετική και αν είναι η προπαγάνδα του διεθνούς και ντόπιου κατεστημένου σε αυτό το σημείο έχουν δίκιο. Το δημοψήφισμα είναι μια επιλογή υψηλού ρίσκου με απρόβλεπτες συνέπειες για όλο το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η κυβέρνηση στηρίζεται στην υπόθεση ότι μπροστά σε αυτό το ρίσκο οι δανειστές θα κάνουν πίσω. Δεν μπορεί κάποιος να το αποκλείσει αυτό εντελώς. Δεν μπορεί ακόμα περισσότερο να αποκλειστεί ότι η κυβέρνηση η ίδια θα κάνει πίσω την ύστατη ώρα, φοβούμενη όχι μόνο την επικράτηση του Ναι αλλά και τα ρίσκα του Όχι. Αλλά με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί και να αποκλειστεί το ενδεχόμενο υπερίσχυσης των πιο σκληρών τάσεων και δυνάμεων. Ιστορικά, όσο και αν για τον μεταγενέστερο παρατηρητή αυτό φαίνεται ίσως η λιγότερο ορθολογική επιλογή, δεν θα είναι η πρώτη φορά που η δυναμική μιας σύγκρουσης παράγει ροές (υλικής και ψυχικής) έντασης που ξεπερνάνε τους όποιους μετριοπαθείς υπολογισμούς. Ακόμα και αυτό το ενδεχόμενο, πάντως, μιας διεθνούς κρίσης που θα οδηγήσει σε αχαρτογράφητα νερά μου φαίνεται προτιμότερη από την εσωτερίκευση της κρίσης που θα φέρει το Ναι, το οποίο ουσιαστικά είναι εντολή για τη δημιουργία κυβέρνησης που θα διεκπεραιώσει μια συμφωνία με τους δανειστές, όσο επαχθής και αν είναι αυτή. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο ακόμα και αν αυτό δεν έρθει.
Εν κατακλείδι:
Υπάρχουν προβλήματα που αφορούν την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση που κανένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να επιλύσει. Όπως υπάρχουν και ερωτήματα που δύσκολα θα τεθούν σε δημοψήφισμα πχ. τι, πως και γιατί παράγουμε. Υπάρχουν ερωτήματα που όταν τίθενται αυτόνομα είναι παραπλανητικά, όπως το “ευρώ η δραχμή”. Υπάρχουν ερωτήματα που από μόνα τους όχι μόνο δεν επιλύουν τίποτα αλλά είναι ασαφή ως προς το δίλημα που θέτουν και τις προεκτάσεις του. Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε – και η αποχή είναι μια μορφή απάντησης – είναι από αυτά τα ερωτήματα. Δεν πρέπει λοιπόν να αντιστρέψουμε την υπερβολή των ΜΜΕ και να παρουσιάζουμε το Ναι σαν βιβλική καταστροφή και το Όχι σαν νυν υπέρ πάντων αγών. Όποια επιλογή και αν επικρατήσει οι δυσκολίες για το ανταγωνιστικό κίνημα αλλά και τις υποτελείς τάξεις γενικότερα θα είναι δεδομένες. Έπεται ότι ούτε οι αγώνες θα παύσουν ούτε η ανάγκη να καλλιεργηθεί μια ανταγωνιστική ταξική και πολιτική κουλτούρα, της οποίας την έλλειψη σήμερα πληρώνουμε. Τίποτα από αυτά δεν αλλάζει όμως ότι η εξίσωση των δυο στρατοπέδων είναι εντελώς ισοπεδωτική και παραβλέπει την πόλωση που έχει παραχθεί όπως και τα ταξικά χαρακτηριστικά της. Σε αυτό το πλαίσιο πόλωσης η αποχή δεν εκφράζει ούτε συνδέεται με καμία πραγματική κοινωνική δυναμική. Είναι μια πρωτίστως ιδεολογική στάση χωρίς καμία δύναμη να παρέμβει ή να αλλάξει τους συσχετισμούς. Προς αποσαφήνιση: όλες οι θέσεις είναι ιδεολογικές, το ζήτημα εγκεται στο πως εγγράφονται και διαπλέκονται με μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Καλώς η κακώς η αποχή δεν παράγεται από τα κάτω ως κοινωνική συνάρμοση που θα μπορούσε να συνδεθεί και να γίνει φορέας μιας πολιτικής εναλλακτικής. Για αυτό το λόγο η πολιτική επιλογή για αποχή μου φαίνεται ότι είναι κυρίως αποφαση επί της αρχής, δηλαδή επειδή το δημοψήφισμα και το περιεχόμενο της πόλωσης δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο δέον (πχ. τη ταξική αυτονομία). Ως τέτοια επιλογή είναι καθόλα κατανοητή και σεβαστή, αλλα προσωπικά διαφωνώ καθώς βρίσκω υπαρκτές διαφορές και σημαντικά επίδικα στην ιστορική πόλωση που έχει παραχθεί. Στη βάση της προηγηθείσας ανάλυσης, είναι σαφές πως προκρίνω ως στάση στην παρούσα συγκυρία τη στήριξη του Όχι κατά τρόπο όμως που δεν αφήνει αυτό να ταυτιστεί με τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά αντιθέτως προσπαθεί να αντλήσει μέσα από την συλλογική άρνηση θετικές γραμμές αγώνα και αντίστασης στις κυρίαρχες πολιτικές, όποιοι και αν είναι οι φορείς τους.
Κάθε πολιτική στάση είναι μια επένδυση στο (πάντα αβέβαιο) αύριο που στηρίζεται σε εκτιμήσεις οι οποίες μένουν να κριθούν στην πράξη. Κυριακή κοντή γιορτή.