«Tο θεμελιακό λάθος των ρεφορμιστών είναι το ότι ονειρεύονται μια αλληλεγγύη, μια ειλικρινή συνεργασία, ανάμεσα σε αφεντικά κι υπηρέτες, ανάμεσα σε ιδιοκτήτες κι εργάτες, η οποία ακόμα κι αν υπήρξε κατά καιρούς, σε περιόδους κατάφωρης ασυνειδητοποίησης των μαζών κι ειλικρινούς πίστης στη θρησκεία και στις μεταφυσικές αμοιβές, είναι σήμερα ολότελα αδύνατη. Εκείνο που οραματίζονται είναι μια κοινωνία καλά χορτασμένων γουρουνιών που προχωρούν ικανοποιημένα με άτσαλο τρόπο, κάτω απ’ τη βέργα ενός μικρού αριθμού χοιροβοσκών, που δεν παίρνουν υπόψη την ανάγκη για ελευθερία και το αίσθημα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που πιστεύουν πραγματικά σ’ ένα Θεό που προστάζει, για χάρη των απόκρυφων σκοπών του, τους φτωχούς να υποτάσσονται στους πλούσιους και τους πλούσιους να είναι καλοί και φιλάνθρωποι-μπορούν επίσης να φανταστούν και να επιδιώξουν μια τεχνική οργάνωση της παραγωγής, που να εξασφαλίζει αφθονία σε όλους και να είναι ταυτόχρονα υλικά επωφελής τόσο για τα αφεντικά όσο και για τους εργάτες. Αλλά στην πραγματικότητα η «κοινωνική ειρήνη», που βασίζεται στην ύπαρξη της αφθονίας για όλους, θα παραμείνει ένα όνειρο, όσο η κοινωνία είναι χωρισμένη σε ανταγωνιστικές τάξεις, δηλαδή, σε εργοδότες κι υπαλλήλους. Και δεν θα υπάρξει ούτε ειρήνη ούτε αφθονία.».1
Αν οι παραπάνω απόψεις του Μαλατέστα ίσχυαν κάποτε, σήμερα, μετά από περίπου ένα αιώνα πολέμων, καταπίεσης, καταστολής, ανισότητας, φτώχειας, πείνας, αλλοτρίωσης, με δυο λόγια μετά από έναν αιώνα καπιταλισμού, θα έπρεπε κάποιος να είναι πολύ αφελής για να πιστέψει ότι οι σοσιαλδημοκράτες ρεφορμιστές ονειρεύονται ακόμα πραγματικά μια ειλικρινή συνεργασία μεταξύ αφεντικών και υπηρετών ή ότι επιδιώκουν οι υποτελείς τους να είναι τουλάχιστον «καλά χορτασμένα γουρούνια». Είναι φανερό ότι η πιθανότητα να είναι όλα τα υποζύγια καλά χορτασμένα δεν χωράει στη φύση του καπιταλισμού (και δεν χωρούσε ποτέ) κι αυτό το γνωρίζει πια καλά κάθε πολιτικός ακόμα κι αν υπόσχεται ένα φιλολαϊκό, ανθρώπινο, καπιταλισμό. Συνεπώς, κάθε ρεφορμιστής που δεν είναι εντελώς ηλίθιος είναι απατεώνας αφού ψεύδεται συνειδητά όσον αφορά τους σκοπούς του και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να τους εκπληρώσει. Το γεγονός ότι οι ρεφορμιστές δεν είναι τόσο άπληστοι όσο αυτοί που δηλώνουν υπερήφανα υποστηρικτές του καπιταλισμού σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι θα μπορούσαν (ή ότι θα ήθελαν) να τον ανατρέψουν. Αυτό που επιδιώκουν εξακολουθεί να είναι η κοινωνική ανακωχή που θα μπορούσε να οδηγήσει, ανάλογα με το βαθμό πραγματοποίησης των στόχων τους, σε μια κάπως πιο μόνιμη «κοινωνική ειρήνη». Το μόνο που μπορούν να καταφέρουν στην πραγματικότητα όμως είναι να πείσουν τους υποτελείς ότι θα μπορούσαν να ζουν καταναλώνοντας παρόλο που ξέρουν καλά ότι δεν γίνεται να τους προσφέρουν στ’ αλήθεια μια καταναλωτική δυνατότητα. Το πιο θλιβερό σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι οι ίδιοι οι υποτελείς έχουν υιοθετήσει πλήρως αυτή την κωμικοτραγική ιδέα, συγχέοντας την ελευθερία, την ισότητα, την ατομική και κοινωνική ολοκλήρωση με την πρόσβαση σε μια καταναλωτική αρένα όπου -έστω υποσυνείδητα και ανομολόγητα- όλα επιτρέπονται και όπου η δυστυχία της καθημερινότητας λησμονείται· ή, για να ακριβολογούμε, με την εκ μέρους των αφεντικών, ασαφή και αόριστη υπόσχεση δυνατότητας εισόδου σ’ αυτό τον χαμένο για πάντα (και από πάντα) παράδεισο του καπιταλισμού. Έτσι εξηγείται τόσο η (μη πολιτική) φύση των προσδοκιών που έχουν από την Εξουσία όσο και των αιτημάτων τους από αυτήν: προσδοκούν ή την εύνοιά της ή ακόμα και την αφομοίωσή τους απ’ αυτήν συμμαχώντας πολυεπίπεδα μαζί της και οι διεκδικήσεις τους εξαντλούνται στο να καταφέρουν να κρατηθούν σε ένα επίπεδο που να τους επιτρέπει να προσδοκούν την εύνοιά της και την αρμονική συνύπαρξη (αν όχι και τη συνεργασία) μαζί της.
Στη συνέχεια του ίδιου κειμένου του ο Μαλατέστα κάνει μια πολύ ουσιαστική διαπίστωση όταν λέει ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ «αφεντικών» και «εργατών» είναι περισσότερο πνευματικός παρά υλικός. Πραγματικά: στο βαθμό που κάθε πλευρά έχει συνείδηση της θέσης της «δε θα υπάρξει ποτέ μια ειλικρινής κατανόηση ανάμεσα στα αφεντικά και στους εργάτες για την καλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών δυνάμεων για χάρη της ανθρωπότητας γιατί τα αφεντικά θέλουν, πάνω απ΄ όλα, να παραμείνουν αφεντικά και να εξασφαλίζουν πάντα περισσότερη δύναμη σε βάρος των εργατών, καθώς επίσης και με τον ανταγωνισμό με άλλα αφεντικά, ενώ οι εργάτες έχουν χορτάσει από αφεντικά και δε θέλουν άλλα.»2. Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι αυτός ο πνευματικός ανταγωνισμός υποτιμάται από τα ίδια τα υποκείμενα, ή ότι θα μπορούσε ακόμα και να εξαφανιστεί (ως παραδοχή μιας κατάστασης, ως δυνατότητα συνειδητοποίησής της-όχι ως γεγονός), θα φτάναμε σε μια κατάσταση όπου τον «εξουσιαζόμενο» όχι μόνο δεν θα τον ενοχλούσε η ύπαρξη εξουσιαστών αλλά στην οποία θα τον άγχωνε ακριβώς η προοπτική να έμενε χωρίς κανένα αφέντη να τον διατάσσει και κάτι να τον κατευθύνει.
Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί, επίσης, ως «περίοδος κατάφωρης ασυνειδητοποίησης των μαζών» έστω κι αν η πίστη δεν απευθύνεται πια αποκλειστικά σε κάποιο γελοίο θεό μιας γελοίας θρησκείας: γιατί και στην περίπτωση αυτή θα υπήρχε μια μεταφυσική αντίληψη και ερμηνεία μιας εντελώς διαφορετικής, βιούμενης καθημερινά, σκληρής πραγματικότητας. Σε τέτοιες συνθήκες ο εξουσιαστής-αφέντης αν και ξέρει ότι ούτε θέλει ούτε έχει τίποτα να δώσει, αποκτά το θράσος να συμπεριφέρεται σα να χαρίζει από το υστέρημά του και ο εξουσιαζόμενος-σκλάβος αισθάνεται υπεύθυνος για αυτό το «δράμα» που ζει ο αφέντης του και είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα οικειοθελώς προκειμένου να δώσει στον εξουσιαστή του τη δυνατότητα να συνεχίζει να τον εκμεταλλεύεται· αρκεί να μην σταματήσει (ο αφέντης) να φέρεται σαν θύμα και να μην του στερήσει (του σκλάβου) την ιδέα ότι «αν βάλει πλάτες» θα έρθει η (καταναλωτική) ανταμοιβή του, η δικαίωσή του, η ανακούφιση.
Όσο πιο ταπεινός αισθάνεται ο σκλάβος, τόσο περισσότερο αποθρασύνεται ο αφέντης. Επίσης, όσο πιο ταπεινός αισθάνεται ο σκλάβος τόσο περισσότερο κακιώνει με τον όμοιό του που έχει συναίσθηση της θέσης του και αποφάσισε (έστω άγαρμπα) να πάψει να ευγνωμονεί όσους του έδωσαν τη δυνατότητα να τσακίζεται για να ωφελούνται από τον κόπο του.
Τελευταία είναι πολλοί αυτοί που εκνευρίζονται με κάθε έμπρακτη ή θεωρητική αμφισβήτηση των προθέσεων κάποιων, γεμάτων κατανόηση και ανωτερότητα, «πραγματιστών» που ο «κυρίαρχος λαός» τους έφερε στις θέσεις εξουσίας. Λες και αρκεί να σταματήσει κάποιος να απειλεί μια ολόκληρη κοινωνία για να του αναγνωριστεί ότι έχει καλές προθέσεις. Μια γλυκιά κουβέντα αρκεί για να μεταμορφώσει στις συνειδήσεις πολλών την εξαθλίωση σε «φτώχεια με αξιοπρέπεια», την ανεργία σε αναμονή των μέτρων «αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για μετανάστες σε υπό δημιουργία «ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας», τους μπάτσους από ναζιστές σε θύματα «πουθενάδων μπαχαλάκηδων». Κάθε αμφισβήτηση μεταμορφώνεται σε «πλήγμα στο κίνημα και όσα έχει καταφέρει» ενώ αρετή είναι πια η υπακοή και όχι η ανυπακοή. Δεν ξέρω αν ο συνεχόμενος οξύς πόνος είναι η αιτία που κάνει τόσο συχνά τους ανθρώπους να πάψουν από ένα σημείο και μετά να αισθάνονται οτιδήποτε αλλά φαίνεται ότι και το πιο άτσαλο χάδι ή ακόμα και η απλή υπόσχεσή του, κάνουν αρκετούς να πάψουν να σκέφτονται.
«Οι κυβερνήσεις κι οι προνομιούχες τάξεις, όπως είναι φυσικό, καθοδηγούνται πάντα από ένστικτα αυτοσυντήρησης κι απ’ την ανάπτυξη των δυνάμεων και των προνομίων τους· κι όταν συμφωνούν να παραχωρήσουν μεταρρυθμίσεις αυτό συμβαίνει, είτε επειδή θεωρούν ότι αυτές θα εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους, ή επειδή δεν αισθάνονται αρκετά ισχυρές για ν΄ αντισταθούν κι ενδίδουν, φοβούμενες εκείνο που θα μπορούσε διαφορετικά ν’ αποτελεί μια χειρότερη εναλλακτική λύση. Οι καταπιεζόμενοι, είτε ζητάνε και καλωσορίζουν τις βελτιώσεις σαν ευεργέτημα που παραχωρήθηκε μεγαλόψυχα, αναγνωρίζουν τη νομιμότητα της εξουσίας που ασκείται πάνω τους και κάνουν έτσι περισσότερο κακό παρά καλό, βοηθώντας στην επιβράδυνση, τον αποπροσανατολισμό ή την ανακοπή των διαδικασιών χειραφέτησης. Ή, αντίθετα, απαιτούν κι επιβάλλουν βελτιώσεις με τη δράση τους και τις καλωσορίζουν σα μερικές νίκες πάνω στον ταξικό εχθρό, χρησιμοποιώντας τες σαν κίνητρο για μεγαλύτερα κατορθώματα κι έτσι αποτελούν μια βάσιμη βοήθεια και μια προετοιμασία για την συνολική ανατροπή του προνομίου, δηλαδή, για την επανάσταση. Φθάνουμε σ’ ένα σημείο που τα αισθήματα της εξουσιαζόμενης τάξης δεν μπορούν να ικανοποιηθούν απ’ την άρχουσα τάξη δίχως ν’ αμφισβητηθεί η εξουσία της. Τότε επακολουθεί αναπόφευκτα η βίαιη σύγκρουση.».3
Όπως φαίνεται, η εξουσιαζόμενη τάξη για την ώρα ικανοποιείται με την αφηρημένη υπόσχεση για επιστροφή σε μια σχετική καταναλωτική ευδαιμονία και δεν έχει τη θέληση να αμφισβητήσει την εξουσία. Οι άλλοι όμως, όσοι δηλώνουν γενικά εχθροί της εξουσίας, αντί να χαίρονται ή να γεμίζουν από ελπίδα με τις μικροπαραχωρήσεις της Κυβέρνησης ή του κεφαλαίου, καλό θα ήταν να έχουν στο μυαλό τους ότι στο βαθμό που η κυρίαρχη τάξη αντιλαμβάνεται τα αδιέξοδά της και αισθάνεται περισσότερο ευάλωτη τώρα, έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή ν’ ασκηθεί επάνω της η μεγαλύτερη δυνατή πίεση.
1,2,3 Ερρίκο Μαλατέστα: Ρεφορμισμός
Ian Delta