Κάτι που είναι πλέον τόσο διαδεδομένο και κυρίαρχο, αλλά συχνά ξεφεύγει της προσοχής μας είναι ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος της εικόνας στο μιντιακό περιβάλλον. Οι φωτογραφίες και οι φωτορεπόρτερ κερδίζουν με διαφορά το προβάδισμα απέναντι στις πολιτικές αναλύσεις και στους αρθρογράφους. Σε αυτό αν προσθέσουμε και την εξάπλωση και τον τρόπο λειτουργίας και τις εφαρμογές των social media, μπορούμε με ευκολία να κατανοήσουμε πώς και γιατί έχουμε πόλεμο στην εποχή της πληροφορίας ,ή έχουμε πόλεμο πληροφορίας στην εποχή της εικόνας. Το καινούριο μέσο που κυριαρχεί είναι αυτό της εικόνας και ο μακράν πιο αποτελεσματικός τρόπος διοχέτευσής του είναι το ίντερνετ. Το ίντερνετ αποτελεί μια αναγκαία αλλά όχι από μόνη της ικανή συνθήκη για να μπορεί -για παράδειγμα- η δημοσίευση σατυρικών σκίτσων σε μια εφημερίδα στην Κοπεγχάγη να προκαλέσει φονικές ταραχές τη μεθεπομένη στη Νιγηρία. Παράδοξο πρώτο: Δε φαίνεται να υπάρχει κάτι που να μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια απέναντι σε ένα “απειλητικό” μήνυμα που διασχίζει τα σύνορα τόσο εύκολα και γρήγορα, όπως μια πληροφορία στο ίντερνετ. Επομένως, η ελεύθερη διακίνηση και η απόλυτη προσβασιμότητα στην πληροφορία μπορεί να καταλήξει να προτρέπει στον περιορισμό, ή ακόμα και αυτο-περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. (παραδείγματος χάριν ο αποκλεισμός της πρόσβασης στο τουίτερ από τον Ερντογάν, ή η αναβάθμιση κανόνων ασφαλείας και περιορισμού δυνατοτήτων πλοήγησης στο κυβερνοχώρο για τον έλεγχο και τη μείωση της επιρροής τρομοκρατικών οργανώσεων όπως το ΙΚ.)
Και αν τώρα μεταπηδήσουμε από τη φωτογραφική εικόνα στο σκίτσο, το αποτέλεσμα είναι ακόμα πιο ικανοποιητικό, ένα ευχάριστο, διασκεδαστικό, πολύχρωμο, αισθητικά όμορφο πακέτο πληροφοριών. Χωρίς κανένα πίξελ, ή καμία προειδοποίηση για σκληρό περιεχόμενο, έτοιμο για γρήγορη κατανάλωση και πιθανότατα για ακόμα γρηγορότερη λήθη. Όπως και να χει, η σάτιρα, ο σαρκασμός και η ειρωνεία είναι αρχέγονοι τρόποι έκφρασης, με πάμπολλες ψυχολογικές και εν συνεχεία πολιτικές προεκτάσεις. Σε αυτά βασίζεται και η πολιτική γελοιογραφία, το παραπεταμένο παιδί της δημοσιογραφίας. Η πολιτική γελοιογραφία όσο κριτικό, αποδοκιμαστικό ή και κυνικό μήνυμα να μεταφέρει, παραμένει να εφαρμόζει με λανθάνοντα τρόπο τη δύναμη της απεικόνισης, να δυναμώνει και να επιβεβαιώνει το κύρος και την ισχύ της εικόνας, και συνεπώς να καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια της με την προπαγάνδα. “Show it, Don’t tell it”, ήταν η προταγματική φράση του υπεύθυνου εκδόσεων Φλέμινγκ Ροουζ της δανέζικης πολιτικής εφημερίδας Jylland-Posten. (που πυροδότησε πλήθος αντιδράσεων το Σεπτέμβριο του 2005 με τη δημοσίευση των καρτούν του Μωάμεθ). Έτσι, στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, που έχουμε περισσότερες ειδήσεις παρά γεγονότα, όλη αυτή η συνθήκη δε μας επιτρέπει να γελάμε με την καρδιά μας, χωρίς κανένα δισταγμό.
Στην περίπτωση των επιθέσεων στα γραφεία του περιοδικού Charlie Hebdo, δίπλα στο πρωτεύον ζήτημα για το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, στέκεται δευτερεύον το δικαίωμα στην ανεξιθρησκεία, στη διάκριση πιστού και πολίτη και σαφώς και στα δύο υποβόσκει το επικοινωνιολογικό επίδικο της άρρητης σχέσης μεταξύ αισθητικής και πολιτικής. Η γνωστή διαμάχη μεταξύ διαφωτισμένης δύσης και ισλάμ, μιας διαμάχης που-πέραν του κατά πόσο είναι ή δεν είναι ακόμα διακριτή , φυσική/ σωματική και εδαφικοποιημένη-, συμπυκνώνεται σε πολιτισμικές αξίες, σε τρόπους συγκρότησης ταυτότητας, σε ανάγκες για πολιτικές συμμαχίες και στην κατασκευή του εχθρού-άλλου. Τα σατιρικά σκίτσα καθρεφτίζουν νόρμες χωρίς αξίες που υποστηρίζονται και αναπαράγονται τόσο από μουσουλμανικές κοινότητες και παραδόσεις όσο και από φιλελεύθερες δημοκρατικές δηλώσεις και ανησυχίες. Είναι τότε που η πολιτική γελοιογραφία καταλήγει να τροφοδοτεί ηθικισμούς, να διαμορφώνει ρόλους αποδιοπομπαίου τράγου, να καλλιεργεί την προσβολή, την αίσθηση απειλής και την ανάγκη για ασφάλεια.
Το κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ανεξιθρησκεία δεν έχει και πολλή σημασία σε μια δυτική κοινωνία που θρησκεία της είναι ο Λόγος. Αλλά μάλλον δεν πρόκειται για τη χρήση του λόγου με όρους στοχασμού και κριτικής ικανότητας και σκέψης, αλλά περισσότερο για τη διακήρυξη δικαιωμάτων, στην ελευθερία της έκφρασης, στην ελευθερία του λόγου, στην ελευθερία του Τύπου. Νομίζω πως μόνο με την ένταξη κάθε φορά σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, μπορεί ο διάλογος και η προβληματική για το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, να αποφέρει τα μέγιστα δυνατά συμπεράσματα. Προκάτοχος του Charlie Hebdo υπήρξε τη δεκαετία του ’60 το Harakiri Hebdo το οποίο είχε απαγορευτεί πολύ συχνά ανά περιόδους. Στο σήμερα, το Charlie Hebdo σίγουρα δεν αποτελεί τη φωνή για να ακουστούν παραέξω οι ανησυχίες και απόψεις των μειοψηφικών κοινοτήτων,όχι μόνο μουσουλμανικών αλλά και αντισεξιστικών. Πιο πολύ λειτουργεί στην κατεύθυνση της απόρριψης ή της υποδοχής όσων δε μοιάζουν με την πλειονότητα. Παράδοξο δεύτερο: οι κραυγές για το αναφαίρετο δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου είναι συνήθως βιτρίνες ξενοφοβικών και ρατσιστικών αντιλήψεων.
Σε ένα χωνευτήρι πολιτιστικού φιλελευθερισμού, όλα μπορούν να λεχθούν, -τίποτα δεν είναι ιερό, όλα να εμπορευματοποιηθούν, να αφομοιωθούν και όλα να συγχωρεθούν. Αφού όλα μπορούν να λεχθούν , τότε και όλα θα ελεγχθούν με την κήρυξη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Οι επιθέσεις στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού συγκλόνισαν τόσο πολύ την ευρωπαϊκή κοινωνία που έβγαλαν σύσσωμη την πολιτική ηγεσία στους δρόμους του Παρισιού σε μια πορεία πένθους και ενότητας. Από το je suis charlie μεσολάβησαν λίγοι μήνες και μια αιματηρή τρομοκρατική επίθεση το Νοέμβριο έκανε τον κόσμο να διαδηλώνει με κάθε μέσο και τρόπο je suis paris. Εδώ δεν προκύπτει απαραίτητα μια σχέση αιτίου και αιτιατού, ούτε μαι σχέση λογικής και χρονικής ακολουθίας. Απλά τίθενται προβληματικές και κομμάτια του παζλ για την αναζήτηση και τη σύνθεση του βαθύτερου πολιτικού διακυβεύματος που απασχολεί το μέλλον της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης.
Κλείνοντας, παράδοξο τρίτο: Η ανοχή χρειάζεται έναν πυρήνα αδιαλλαξίας προς οτιδήποτε δεν είναι ανεκτικό. Με άλλα λόγια, μια ανοιχτή ανεκτική κοινωνία, το μόνο που δε μπορεί να ανεχτεί είναι τους μισαλλόδοξους. Η απεριόριστη ανοχή μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ανοχής. (Για παράδειγμα ελευθερία του λόγου στο εβδομαδιαίο περιοδικό από τη μία, και στρατός στους δρόμους του Παρισιού από την άλλη). Και εάν έχουμε όντως φτάσει στο σημείο όπου η δύση και οι δυτικές αξίες απολαμβάνουν την ευθανασία τους, τότε το μόνο που μένει να κάνει η κοινωνία είναι να φοβάται, να τιμάει, να γελάει πενθώντας και να πενθεί γελώντας.