Στα πλαίσια ενός άτυπου διαλόγου στον αναρχικό χώρο, αφορμαλιστικού και χαοτικού είναι η αλήθεια, για το ζήτημα του ιμπεριαλισμού, το κείμενο της συνέλευσης της Υφανετ κομίζει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη. Και το κάνει συγκροτημένα και με συνέπεια.
Διαβάζοντας ένα κείμενο την πρώτη φορά, είναι λογικό να προϊδεαστείς από τον τίτλο του και να ακολουθήσεις την ροή του από την αρχή προς το τέλος. Την δεύτερη φορά όμως που το διαβάζεις, όταν παρατάς τη ροή της ανάγνωσης και ελέγχεις τη σχέση των συμπερασμάτων με την επιχειρηματολογία που προηγήθηκε, διαπιστώνεις ότι ίσως, υποκειμενικά πάντα, αναδείχνονται, άλλα, πολύ πιο ουσιώδη ζητήματα από αυτά που ένα κείμενο επίσημα πραγματεύεται. Και τότε πρέπει να το διαβάσεις από το τέλος προς την αρχή.
Στην τελευταία λοιπόν παράγραφο αυτού του κειμένου υπάρχει μια διατύπωση διαυγώς διατυπωμένη:
“Εμείς απ’ την πλευρά μας, επιλέγουμε να δρούμε στις καθημερινές μας σχέσεις. Η σχέση κεφάλαιο, η έμφυλη καταπίεση και οι διαχωρισμοί συμπυκνώνονται στο κράτος, αλλά μας διαπερνούν καθημερινά. Επιλέγουμε να είμαστε όχι με το πλευρό αυτών που επιλύουν προβλήματα, αλλά με αυτούς που προκαλούν.”. Μια πρόταση που, ορίζει πολιτική διαφοροποίηση πολλαπλάσια από την οποιαδήποτε διαφωνία είτε στον ιμπεριαλισμό είτε στο “εθνικό”. Γιατί έχουν ανύπαρκτη σημασία συμφωνίες ή διαφωνίες για τέτοια ζητήματα όταν τελικά διαφωνείς για ποιο λόγο πρέπει να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις.
Είναι απλό. Η ερώτηση για το τι είναι, τι κάνει, τι κάνουμε εμείς με τον ιμπεριαλισμό δεν είναι ίδια για συντόφους που θεωρούν, όπως λέει πιο πάνω στο κείμενο: “Οπότε το πρωταρχικό και κύριο πεδίο αντιπαράθεσης πρέπει να είναι αυτό το μοριακό επίπεδο και όχι το αφηρημένο επίπεδο της πολιτικής και του κράτους ή ακόμα χειρότερα, το πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ κρατών” με την άλλη αναρχική άποψη που επιδιώκει την παρέμβαση στο κεντρικό πολιτικό πεδίο. Και είναι πολύ περισσότερο από μια διαφορά στρατηγικών κλίμακας. Είναι κάθετα διαφοροποιημένες θεάσεις.
Η κριτική της καθημερινής ζωής, η μικροκλίμακα των σχέσεων, με δύο λόγια τα ζητήματα του “εποικοδομήματος” είναι πυλώνας της ιδιαιτερότητας του αναρχικού ρεύματος από τα άλλα σοσιαλιστικά ρεύματα. Είχε το πεδίο της ακόμα και στις πιο σκληρές στιγμές της ηρωικής εποχής του αναρχισμού. Κανείς δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του αναρχικό και να υπονοήσει ότι μια ρατσιστική επίθεση είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με μια απεργία. Η ας πούμε, αναρχικός και αφεντικό δεν γίνεται.
Η πολιτική και κοινωνική ήττα του αναρχισμού και ο τραγικός εκφυλισμός του Λενινισμού την περίοδο της μεγάλης ταξικής εφόδου είχαν τις πολιτικές συνέπειες τους. Αν η “υλική βάση μας πούλησε” το “εποικοδόμημα” λειτούργησε σαν θεωρητικό και πολιτικό καταφύγιο. Ο νέος λόγος που αναπτύχθηκε στην κοινωνική και ταξική επίθεση του Μάη του 68 (ως περίοδος) παρήγαγε μια πληθώρα αναλύσεων, λιγότερο η περισσότερο σημαντικών, έδωσε, με την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία του μαρξισμού, μια νέα ώθηση στην ταξική πάλη, δημιούργησε πολιτικά υβρίδια είτε με τη μορφή του εμπλουτισμού είτε με την μορφή πολιτικών κολάζ. Παρά τη σημασία της η “μεγάλη προλεταριακή επίθεση” των 60ς-70ς συντρίφτηκε. Και μάλιστα χωρίς καν να πλησιάσει τις αρχικές νίκες της πρώτης επίθεσης. Δεν είναι καθόλου λιγότερο προβληματική η εικόνα, τμημάτων του διεθνούς αναρχικού κινήματος αγκυλωμένων στα συνθήματα του 36 με την εικόνα άλλων τμημάτων στη ζεστή θαλπωρή του εγκλεισμού στο νέφος της υποκειμενοποίησης. Τα καταφύγια είναι για να κάθεσαι μέχρι να πάψουν να πέφτουν οι βόμβες.
Για να επιτρέψουμε στις διαφοροποιημένες θεάσεις ας δούμε ένα υποθετικό παράδειγμα μια δεκαετία πίσω.
Κανείς με πλήρεις αισθήσεις και σώας τα φρένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ότι στις περιοχές γκετοποίησης των μεταναστών αναπτύσσονταν αντικοινωνική εγκληματικότητα. Ηταν προφανές, και αποδείχθηκε κοινός τόπος όλου του κινήματος ότι αν ανέδειχνες τότε αυτό το πραγματικό γεγονός θα έριχνες νερό στο μύλο του αφηγήματος της ασφάλειας.
Η διαφορά στις θεάσεις βρίσκεται στη λειτουργία αυτού του αφηγήματος. Για μια άποψη που ορίζει τον αγώνα σε μοριακό επίπεδο το αφήγημα της ασφάλειας είναι το τέρας στην άκρη της σπηλιάς. Για την άλλη άποψη το υπαρκτό ερώτημα της “ασφάλειας” είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου να απαντηθεί με τρόπο συμβατό με τον αναρχισμό, με τρόπο που να αποδομεί το κυρίαρχο αφήγημα. Η αλλιώς το ζητούμενο όταν ασχολείσαι με το κεντρικό πολιτικό πεδίο, δεν είναι να υπάρχεις ως κάποια μορφή πολιτικού παραγοντισμού στην ατζέντα των δελτίων ειδήσεων όπως επιθυμεί η ακρα αριστερά κατεβαίνοντας στις εκλογές, αλλά να κάνεις αυτό που το κείμενο του τυφλοπόντικα δηλώνει πως δεν θέλει να κάνει: Εκτός απο προβλήματα να δίνεις και λύσεις. Λύσεις μισές και επίφοβες εν ανάγκη, αλλά λύσεις. Η επιλογή για παράδειγμα σύστασης τοπικών πολιτοφυλακών είναι μια επίφοβη επιλογή που εύκολα μπορεί να γλιστρήσει, παρόλα αυτά από τη στιγμή που υπήρξε η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί το κόστος της είναι πολύ μικρότερο από αυτό της “αποφυγής” του ζητήματος.
Και πάλι το θέμα είναι που θέλεις να πας. Αν ο στόχος είναι να δημιουργήσεις μικρορωγμές στο καθημερινό, τότε ο οφθαλμοφανής στρουθοκαμηλισμός στο θέμα της ασφάλειας δεν σου κοστίζει και τόσο. Αν θέλεις να πείσεις, να κινητόποιήσεις, να εμπλέξεις άγνωστους ανθρώπους, με τους μερικούς όρους που πάντα τα ανατρεπτικά κινήματα το έκαναν, ο στρουθοκαμηλισμός είναι συνταγή γελοιοποίησης.
Αν πρέπει να συνθηματοποιηθεί αυτή η διαφορά μπορεί να γίνει και ποδοσφαιρικά: Αν είσαι ο Απόλλων κάτω ραχούλας προπονείσαι κάθε μέρα, επενδύεις τον εαυτό σου για το champions league ή για την χαρά του αθλητισμού. Αυτό
Απο κει και πέρα η επιχειρηματολογία του κειμένου του τυφλοπόντικα, όπως τα κείμενα όλων των τάσεων ντύνει το συμπέρασμα της τελευταίας του παραγράφου. Σε κάποια πράγματα η κριτική του είναι, κατά τη γνώμη του υπογράφοντα, σωστή σε άλλα λάθος.
Αλλά το λάθος είναι στην καρδιά: έχοντας ως στόχο σημειολογίες και αφηγήματα κάνει παράλογες απλουστεύσεις. Δεν είναι δύσκολο να θάψεις τον μεταπολεμικό παραδοσιακό αντιιμπεριαλισμό. Τόσοι ψυχασθενείς δικτάτορες σε δικαιώνουν.
Είναι μια πολύ διδακτική πολιτική ιστορία στην αστειότητα και την τραγικότητά της.
Από την άλλη, αν και όλες οι εκδοχές του είχαν κακό τέλος, δεν μπορείς να ταυτίσεις τον αντιιμπεριαλισμό της RAF με αυτόν του αριστερού αραβικού εθνικισμού. Άλλο πράγμα ο Πάμπλικός τροτσκισμός κι άλλο οι ερυθροί χμέρ. Αλλά τι είπαμε ότι είχε καλό τέλος;
Είναι δεδομένο ότι είναι ένα θέμα που θέλει σοβαρή δουλειά και προσοχή. Ενα δύσβατο για τους αναρχικούς θέμα ιστορικά. (ας δούμε μόνο την σχέση της CNT με τον καταλανικό εθνικισμό).
Είναι δεδομένο ότι ακόμα και στο μεταπολιτευτικό σκηνικό του Α/Α χώρου αναπτύχθηκαν προβληματικές (για να το πω ευγενικά) αντιιμπεριαλιστικές παραφυάδες, όπως αυτή που πανηγύριζε για τους δίδυμους πύργους και την Αλ Κάιντα.
Άλλο αυτό κι άλλο να βγάλεις απο την ατζέντα της ανάλυσης ένα πραγματικό φαινόμενο, που επηρεάζει ζωές, που επηρεάζει την ταξική πάλη, που επηρεάζει το ίδιο το συλλογικό εθνικό αφήγημα γιατί υποθέτεις πως με μαγικό τρόπο η επιρροή μιας αναρχικής ενασχόλησης σε αυτό θα είναι σημαντικότερη από γεγονότα όπως ότι πχ ο Τσίπρας βρέθηκε στο κέντρο μιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γερμανία και διαπραγματευόνταν με ραβασάκια πρεσβευτών.
Οχι γιατί στεναχωρεθήκαμε που ο Τσίπρας δεν είχε εθνική φωνή, αλλά γιατί καλό είναι να έχουμε υπόψην μας πχ, τι στο διάολο θέλουν οι Αμερικάνοι από τους κατοίκους της νοτίου Βαλκανικής στην φλεγόμενη ανατολική μεσόγειο. Κι αν το καταλάβουμε καλό είναι να μην το κρατήσουμε για τον εαυτό μας και να το κοινωνήσουμε και με τους άλλους εκμεταλλευόμενους. Και να προσπαθήσουμε να το εμποδίσουμε αν το κρίνουμε απαραίτητο.
Αν βέβαια δεν μπορείς να διαχειριστείς αυτό το θέμα χωρίς να πέσεις στον κίνδυνο να ανακράξεις “ζήτω το έθνος”, τότε όντως καλύτερα να σκάσεις. Αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι είμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτές τις επιλογές, όπως ήμασταν πριν 10 χρόνια για το ζήτημα της ασφάλειας.
Είναι άλλο να κριτικάρεις επιλογές για το θέμα κι άλλο να αρνείσαι το θέμα.
Επίσης δεν είναι κατανοητός πως διάφορα ερωτήματα, που τίθονται απαντιούνται απο την λογική των γραφόντων. Πως δηλαδή αντιμετωπίζεται “Ο Έλληνας αγρότης που εκμεταλλεύεται μετανάστριες”; Η, ακόμα καλύτερα πως αντιμετωπίζεται ο προλετάριος που θα πολεμήσει και θα πεθάνει για λογαριασμό των αφεντικών καταστέλλοντας μια επανάσταση; Αν οι σύντροφοι το έχουν απαντήσει αυτό…
Τέλος, προϊόν της διαφορετικής θέασης είναι και άλλα δευτερεύοντα σημεία όπως η κριτική ατον αντιφασισμό. Από που κι ως που η “θεαματικότητα” είναι από μόνη της κριτήριο για οτιδήποτε; Αυτό που είναι κοινή λογική να κρίνει κανείς είναι η σχέση του μεγέθους και της διεισδυτικότητας της απεύθυνσης με το περιεχόμενό της. Μια επιλογή όση δημοσιότητα κι αν πάρει αν δεν έχει σαφές και σταθερό περιεχόμενο είναι μια αφομοιώσιμη φλούδα. Το αντίστροφο, να μην φροντίζεις για την διάδοση του λόγου σου, να μην χρησιμοποιείς μέσα στα οποία μπορείς να επιβάλεις το περιεχόμενό σου είναι το ίδιο καταστροφικό. Είναι άλλο να ζυγίσεις τις συνέπειες το κάθε μέσου και άλλο να λειτουργείς με αξιακούς όρους σε λογικές που θυμίζουν απλοικό σιτουασιονισμό.
Και στο θέμα του αντιφασισμού, η πολιτική ουσία που παρήγαγε ο αναρχικός χώρος είναι δυσανάλογα μεγάλη με το θέαμα που παρήγαγε. Στα σκοτάδια μαχαιρώθηκαν σύντροφοι, στα σκοτάδια κράτησαν τη νεολαία των γηπέδων μακριά από τους φασίστες, στα σκοτάδια τους έκοψαν της φόρα στο πεζοδρόμιο. Θα γεμίζαμε δελτία των 8 και πρωτοσέλιδα αν ο στόχος ήταν το θέαμα.
Και είναι σωστή η κριτική για την έλλειψη ταξικότητας αλλά τι έπρεπε να γίνει; Να περιμένει κανείς τις μιλίτσιες των σωματείων βάσης αφού πρώτα αυτά δημιουργηθούν;
Είναι πραγματικά δύο διαφορετικές θεάσεις.
Συνυπήρχαν και συνυπάρχουν και μάλλον θα συνυπάρχουν για καιρό στα πλαίσια του Αναρχικού κινήματος. Είναι μέρος του πλούτου του, είναι μέρος και των προβληματικών του.
Το λογικό είναι να πει κανείς ότι η πραγματικότητα, η ζυγαριά του αγώνα θα γύρει προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Αλλά δεν είναι βέβαιο.
Ασχολούνται και οι δύο θεάσεις το ίδιο με την ζυγαριά; Αν ναι τότε η συνύπαρξη και η πολεμική είναι ένα δεκτό στοίχημα που μπορεί να πάει μπροστά τα πράγματα. Αν όχι είναι μια στέρφα ανάλωση δυνάμεων.