Μια γενική απεργία καπνεργατών και άλλων συνδικάτων στις 8 Μάη του 1936 οδήγησε στα ματωμένα γεγονότα της 9ης Μάη. Η αστυνομία αντιμετώπισε τη μαζική απεργία ανοίγοντας πυρ κατά των διαδηλωτών. 12 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες σε μία από τις πιο σημαντικές μέρες της ιστορίας της ελληνικής εργατικής τάξης.
Στις 8 Μαΐου 1936 οργανώθηκε μια μαζική απεργία και διαδήλωση από τους καπνεργάτες. Η απάντηση της χωροφυλακής ήταν άμεση και κτηνώδης.
Την επόμενη μέρα, η γενική απεργία εξαπλώθηκε και σε άλλα επαγγέλματα και μια νέα διαδήλωση έλαβε χώρα.
Αυτή τη φορά, η απάντηση της χωροφυλακής, υποβοηθούμενη από τον στρατό, που έστειλε μια δύναμη ιππικού και μια μηχανοκίνητη μονάδα, δεν ήταν μόνο κτηνώδης αλλά και θανάσιμη, αφήνοντας 12 νεκρούς και τριάντα-δύο σοβαρά τραυματισμένους, όλοι διαδηλωτές.
Η φωτογραφία της μητέρας του Τάσου Τούση (παραπάνω), ενός δολοφονηθέντος από τους χωροφύλακες, να είναι σκυμμένη πάνω από το σώμα του νεκρού παιδιού της που κείται ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο φορείο που είχαν φτιάξει οι συνάδελφοί του, έγινε το σύμβολο της κτηνωδίας της εποχής.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, του οποίο το ποίημα Επιτάφιος είναι ένας θρήνος, στο πλάι του θρήνου αυτής της μάνας, τόνισε το πόσο βαθιά σοκαρισμένος ήταν από αυτήν την εικόνα, που του έφερνε στον νου τον θρήνο της Παρθένου για τον Χριστό. Έγραψε τον Επιτάφιο σε δέκα ημέρες.
Την ίδια ημέρα, ο στρατός ανέλαβε την αστυνόμευση της πόλης, αλλά ένας αριθμός στρατιωτών ενώθηκε με τους διαδηλωτές. Το Κομουνιστικό Κόμμα, αν και προσπάθησε πολύ, δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί αυτή τη χαοτική (και απολύτως επαναστατική) στιγμή, αλλά η απεργία διέγειρε το εργατικό κίνημα στην προπολεμική Ελλάδα.
Η κτηνωδία της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της απεργίας έχει παραμείνει μυθική και έχει επηρεάσει τις προσδοκίες σχετικά με τη δράση της αστυνομίας, ειδικά αφού αποκάλυψε, ξανά, τα μέσα που το φιλελεύθερο κράτος προτίθεται να χρησιμοποιήσει ώστε να παραμείνει στην εξουσία.
Η απεργία έληξε στις 11 Μαΐου, αφού ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα των απεργών – κυρίως, η καθιέρωση της 8ωρης εργάσιμης ημέρας και ένα κρατικό σύστημα συντάξεων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Παρά το γεγονός ότι και τα δύο αυτά μέτρα ήταν στα σκαριά για καιρό, τα πιστώθηκε ο Μεταξάς.
Οι πολιτικές συνέπειες της απεργίας διήρκεσαν καιρό και κατακρήμνισαν την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία και την αποφασιστικότητά του να δημιουργήσει έναν εύπλαστο και υποχωρητικό λαό.
Αυτό το γεγονός είναι ένα από τα φαντάσματα της ιστορίας. Το 1958, ο Ρίτσος έστειλε τον Επιτάφιο στον Μίκη Θεοδωράκη, έναν νεαρό τότε συνθέτη. Ως μουσικό πλαίσιο για το ποίημα, ο Θεοδωράκης ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρίτσου, συμπεριέλαβε παραδοσιακά στοιχεία. Το 1960, ολοκλήρωσε τη σύνθεση του Επιτάφιου, χρησιμοποιώντας παραδοσιακά όργανα, όπως το μπουζούκι, και απαίδευτους μουσικούς και τραγουδιστές (Γρηγόρης Μπιθικώτσης) δημιουργώντας έναν υποβλητικό θρήνο.
Όπως όλο το έργο του Θεοδωράκη, ο Επιτάφιος απαγορεύτηκε πολλές φορές να ερμηνευθεί δημοσίως, μέχρι το 1974, αλλά η μουσική κυκλοφορούσε μυστικά, συμβάλλοντας έτσι περισσότερο στη γοητεία και τη μυθιστορηματοποίηση της Αριστεράς και της αντικαθεστωτικής κουλτούρας, δημιουργώντας έτσι τη συνθήκη ώστε το ρήγμα ανάμεσα σ’ εκείνους που ήταν “μαζί μας” κι εκείνους που ήταν “εναντίον μας” μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί.
Παρακάτω, ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Επιτάφιος:
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια
Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.
Πηγή: libcom
Μετάφραση: Louise Michel