Μία από τις ατάκες που με εκνευρίζει στο μέγιστο βαθμό, έχει πολλές παραλλαγές. “Πως απορρίπτεις του James, τους έχεις δει ποτέ ζωντανά;” Όχι, πιθανότατα θα τους έχει πετύχει εσύ κάπου, έχουν έρθει τριανταπέντε φορές στην Αθήνα. “Που ξέρεις πως τα βιβλία του Κοέλιο είναι σκουπίδια αφού δεν έχεις διαβάσει κανένα;”. “Μα, δεν θα πας να δεις 265η απόπειρα να αποδώσουμε θεατρικά τον Μπρεχτ;”
Περί ορέξεως αλλά και γούστου δεν έχω να γράψω πολλά. Ο καθένας και η καθεμιά έχει δικαίωμα να γουστάρει ανάλογα τα κέφια του. Και να επιλέγει ότι θέλει. Κάθε χρόνο το αθηναϊκό συναυλιακό καλοκαίρι ( εκεί όπου το ροκ κυριαρχεί στις προτιμήσεις) ξεκινά το Μάη. Περνάς από κεντρικά σημεία της πόλης και βλέποντας τις ταπετσαρίες με τις αφίσες μπορείς να πάρεις μια σαφέστατη ιδέα.
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να κάνει-και φέτος-είναι να βγάλει μια φωτογραφία όλων αυτών και να την τοποθετήσει δίπλα σε παλιότερες. Τα ίδια ονόματα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το παντελώς απογοητευτικό γιατί είναι που με κάνει να προβληματίζομαι. Οκ, στην Ελλάδα του 2016 πολλά λεφτά δεν υπάρχουν, οπότε, φαντάζομαι, οι Rαdiohead θα ζητούσαν αρκετά για να παίξουν εδώ. Βέβαια, και τα ονόματα που έρχονται δεν παίζουν τσάμπα…
Είναι τόσο απροκάλυπτα απογοητευτικό, μέσα σε έναν κυκεώνα ονομάτων που θα εμφανιστούν ζωντανά, τα ενδιαφέροντα (και όχι σιγουράκια από πλευράς προσέλευσης) να μετριούνται μετά βίας στα δάχτυλα του ενός χεριού. Άρα οι προβολείς στρέφονται και στους δέκτες, σε αυτούς που ψήνονται να πληρώνουν σεβαστά ποσά (για την Ελλάδα της κρίσης μιλάμε, το θυμίζω και πάλι) για να βλέπουν για πολλοστή φορά τα ίδια, να απολαμβάνουν αρπαχτές ηλικιωμένων ή ποζεριές νέων φυντανιών που ακούγονται ως η πολλοστή επανάληψη του-και εδώ συμπλήρωσε εσύ το κενό…
Μην τρελαθούμε, στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε, η ζήτηση σε ένα μεγάλο βαθμό θα καθορίσει και την προσφορά. Και επειδή-και πάλι το λέω-λεφτά δεν υπάρχουν, κανείς δεν θα ρισκάρει να βάλει τα λεφτάκια του σε κάτι που θα πάει άπατο. Στην εποχή των σόσιαλ και του διαδικτύου, υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά “ψαγμένων” και “εναλλακτικών” τοποθεσιών και λογαριασμών για να στηρίξουν όλο αυτό τον εσμό από αρπαχτές και βαρετά αναμασήματα. Μέσα σε ένα πλέγμα δημοσίων σχέσεων και έλλειψης γούστου διάφοροι και διάφορες πουλάνε φύκια για μεταξωτές ροκ και ρέγκε κορδέλες φτιάχνοντας ένα χαρμάνι α λα Μύκονος για να τραβήξουν τον κόσμο: ωραίες γυναίκες και άντρες, καλοκαιράκι, μπύρες, καλοπέραση, ξενοιασιά.
Κοιτώ και τα line-up των πολιτικοποιημένων φεστιβάλ μπας και ανακαλύψω το διαφορετικό κοινό με τις διαφορετικές απαιτήσεις. Τα ίδια και εδώ. Καλλιτέχνες που κάποτε, κάπου, κάπως έκαναν κάτι (αχ, μη μου μιλάς για Manu Chao άλλο), μουσικοί που φορούν την πολιτικοποίηση τους στο πέτο με περηφάνια ξεχνώντας πως πρώτα ως καλλιτέχνες φτάνουν εδώ και έχουν την “υποχρέωση” να παρουσιάσουν κάτι-οτιδήποτε-που πρώτα κατηγοριοποιείται ως τέχνη και μετά όλα τα άλλα.
Το γεγονός πως τα σπουδαία ονόματα της μουσικής των 60’s και 70’s ήταν δημοφιλέστατα μας κάνει να ξεχνάμε πως την ίδια στιγμή ήταν και καλλιτέχνες που πειραματίζονταν, πηγαίνοντας τα πράγματα μπροστά. Και το έκαναν αυτό, ως ένα σημείο, γιατί είχαν και ένα κοινό από πίσω τους, που γούσταρε και στήριζε τις αλλαγές. Όχι πλέον, εδώ και πολλά χρόνια.
Αλλά φτάνει με τη γκρίνια. Μπύρες, ήλιος, αναπτήρες στις τραγουδάρες. Το’χουμε ανάγκη, περνάμε δύσκολα.
Καλό καλοκαίρι.
ο κουλτουριάρης