της Μαρίας Πανταζή
Ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ που δημοσιεύτηκε σχεδόν ένα μήνα πριν είχε τίτλο «Ο περίεργος ρόλος των ΜΚΟ και των αλληλέγγυων στην Ειδομένη». Εκείνες τις μέρες είχαν δημοσιευτεί πολλά ρεπορτάζ στα ελληνικά ΜΜΕ που στόχο είχαν να ενισχύσουν την κρατική πολιτική που είναι εμφανής τουλάχιστον τους τελευταίους δύο μήνες στην Ειδομένη, και όχι μόνο: την ποινικοποίηση της αλληλεγγύης. Το αποτέλεσμα ήταν εδώ και μερικές βδομάδες να γίνονται συνεχείς έλεγχοι και να παρενοχλούνται αλληλέγγυοι/ες. Πολλοί/ές από τους/τις αλληλέγγυους/ες οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παραβιάστηκαν τα δικαιώματά τους κατά τη διάρκεια αυτών των ανακρίσεων.
Την Παρασκευή 6 Μαΐου, για πολλοστή φορά, η αστυνομία μοίρασε στην Ειδομένη φυλλάδια που προειδοποιούσαν τους πρόσφυγες ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τον χώρο του άτυπου καταυλισμού της Ειδομένης και να δεχτούν να μεταφερθούν σε οργανωμένους καταυλισμούς, γιατί η Ειδομένη κλείνει. Όπως άλλωστε είπε και ο Μουζάλας «Η Ειδομένη πρέπει να διαλυθεί και θα διαλυθεί». Βέβαια, παρότι ο κρατικός μηχανισμός διατυμπάνιζε ότι η αιτία που δεν αδειάζει η Ειδομένη είναι ότι οι πρόσφυγες αρνούνται να φύγουν, στην πραγματικότητα ο λόγος ήταν η απουσία δομών στις οποίες θα μπορούσαν να μεταφερθούν. Η Ειδομένη χρησιμοποιηθήκε για να καλύψει το κράτος την ανεπάρκειά του, κατηγορώντας τους πρόσφυγες ότι δεν αποχωρούσαν, αποκρύπτοντας ότι το ελληνικό κράτος ήταν πολύ μακριά από το να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει από τα τέλη του 2015. Ακόμα και τώρα δεν υπάρχουν αρκετές δομές για να φιλοξενήσουν τους χιλιάδες πρόσφυγες που βρίσκονται στην Ειδομένη.
Το Μάρτιο ο Μουζάλας είχε δηλώσει «Νομίζουμε και έχουμε στοιχεία ότι με αυτή την προσδοκία [ότι θα ανοίξουν τα σύνορα] και την ελπίδα παίξανε βρώμικο παιχνίδι οργανώσεις που ισχυρίζονται ότι είναι εθελοντές ή αλληλέγγυοι αλλά δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς εθελοντές ή τις ΜΚΟ που βοηθούν», ενώ είχε προσθέσει ότι ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης η απουσία κρατικής δομής στην Ειδομένη.
Το ότι το κράτος αδιαφορεί πλήρως για τους πρόσφυγες που έχουν παγιδευτεί εκεί το είχαμε διαπιστώσει και παλαιότερα, πολύ πριν ο Μουζάλας ομολογήσει ότι ήταν επιλογή του να εγκαταλείψει τους πρόσφυγες στις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες διαβίωσης της Ειδομένης (βλ. και εδώ https://www.provo.gr/eidomenidecember15/). Την κρατική πολιτική την είδαμε και στις δύο εκκενώσεις που έχουν λάβει χώρα στην Ειδομένη, στις 9 Δεκεμβρίου 2015 και στις 26 Φεβρουαρίου 2016 και στην χρήση βίας που έγινε κατά εντελώς άοπλων προσφύγων. Ειδικά στην περίπτωση του Φεβρουαρίου, η βία της ΕΛΑΣ χρησιμοποιήθηκε απέναντι σε οικογένειες με μικρά παιδιά. Την κρατική πολιτική την είδαμε και στις αναρίθμητες περιπτώσεις αστυνομικής βίας κατά προσφύγων (ενηλίκων και ανηλίκων) στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής και στον καταυλισμό της Ειδομένης, πολλές εκ των οποίων δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ποτέ. Την είδαμε και όταν στις 4 Δεκεμβρίου 2015 Έλληνας ιδιοκτήτης καφετέριας πυροβόλησε στον αέρα απειλώντας πρόσφυγες και η αστυνομία το κάλυψε εντελώς ή όταν η πρόεδρος της κοινότητας της Ειδομένης ξέρναγε ρατσιστικό παραλήρημα μπροστά στις κάμερες.
Όποιος γνωρίζει την κατάσταση στην Ειδομένη, γνωρίζει ότι οι αλληλέγγυοι/ες ήταν πάντα εκεί, στο πλευρό των προσφύγων. Τους προσέφεραν φαγητό, σούπα, τσάι, ρούχα, παπούτσια, σκηνές, κουβέρτες, ιατρική βοήθεια, μαθήματα αγγλικών, απασχόληση και παιχνίδι των παιδιών και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Το πιο σημαντικό πράγμα που τους προσέφεραν ήταν η αίσθηση της αξιοπρέπειας. Όταν, για παράδειγμα, τους μοίραζαν το φαγητό που είχαν ετοιμάσει χωρίς φράχτες να τους χωρίζουν και χωρίς να τους φωνάζουν και μετά έβαζαν μουσική και κάθονταν μαζί τους, συζητούσαν και χόρευαν. Όταν αντιμετώπιζαν μαζί τους τις ίδιες καιρικές συνθήκες. Όταν τους αγκάλιαζαν, σαν να είναι παλιοί, καλοί φίλοι τους. Όταν έκαναν προσπάθεια να μάθουν τα μικρά τους ονόματα και να τους αποκαλούν με αυτά, παρότι ήταν δύσκολο να τα προφέρουν.
Ταυτόχρονα, το κράτος έπαιζε ένα διαφορετικό παιχνίδι. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι άτομα που σχετίζονταν με την αστυνομία προσπαθούσαν να προκαλέσουν ένταση, μοιράζοντας φυλλάδια για αυτοκτονική πορεία προς στα σύνορα, ανακοινώνοντας από το μικρόφωνο ότι άνοιξαν τα σύνορα και διαδίδοντας ένα σωρό φήμες που ήταν αναμενόμενο ότι θα οδηγούσαν σε μία έκκρυθμη κατάσταση. Η κατάσταση αυτή ευνοούσε δύο πλευρές: το κράτος, που έψαχνε άλλοθι για άλλη μία επέμβαση, και τους διακινητές, που εκμεταλλευόμενοι την απόγνωση των ανθρώπων τους αποσπούσαν τεράστια χρηματικά ποσά και τους εξέθεταν σε τρομερό κίνδυνο. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που άνθρωποι που έχουν περάσει τα σύνορα με την Μακεδονία από το δάσος κακοποιήθηκαν είτε από διακινητές, είτε από την μακεδονική αστυνομία είτε από την μακεδονική μαφία, ενώ έχουν υπάρξει αναφορές ακόμα και για νεκρούς.
Νεκροί φέρεται να υπήρξαν και τα χαράματα της 14ης Μαρτίου 2016, πριν την περίφημη πορεία περίπου δύο χιλιάδων ανθρώπων προς τα σύνορα, για την οποία κατηγορήθηκαν αλληλέγγυοι που δεν είχαν καμία ανάμειξη. Το βράδυ της 13ης Μαρτίου είχαν μοιραστεί από άγνωστους φυλλάδια που προέτρεπαν τον κόσμο σε πορεία. Μόλις μία ημέρα πριν, η ελληνική αστυνομία είχε μοιράσει φυλλάδια στα αραβικά που προέτρεπαν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την Ειδομένη. Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιος μοίρασε τα φυλλάδια που προέτρεπαν για πορεία στα σύνορα, αλλά αναφορές προσφύγων έλεγαν ότι τα μοίρασε κάποιος που μιλούσε αραβικά και ελληνικά (σημειώνεται ότι όλοι οι αλληλέγγυοι/ες που έχουν κατηγορηθεί για αυτό δεν γνωρίζουν ελληνικά). Με την περιγραφή αυτή φωτογραφίζεται συνεργάτης της ελληνικής αστυνομίας, ο οποίος φέρεται να έχει εμπλακεί και σε άλλα παρόμοια περιστατικά. Υπήρξαν αναφορές που λένε πως τα χαράματα κάποιοι προσπάθησαν να περάσουν τα σύνορα από το υποδεικνυόμενο σημείο και πνίγηκαν, παρασυρόμενοι από τα ορμητικά νερά του ρέματος, το οποίο είχε φουσκώσει λόγω των συνεχόμενων βροχοπτώσεων εκείνες τις μέρες. Εξαιτίας αυτών των αναφορών και σε μία προσπάθεια να αποτρέψουν την αστυνομική βία κατά των προσφύγων, αλληλέγγυοι/ες που διαφωνούσαν με την συγκεκριμένη πορεία που εξέθετε σε κίνδυνο τόσους ανθρώπους, τους συνόδευσαν, καταλήγοντας να συλληφθούν στη Μακεδονία αλλά και να κατηγορηθούν ως διοργανωτές, ιδίως από τα ελληνικά ΜΜΕ. Δημιουργήθηκε έτσι αφορμή για ένα εχθρικότατο κλίμα κατά των αλληλέγγυων, όχι μόνο στην Ειδομένη, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας με μεγάλη παρουσία προσφύγων, όπως τα νησιά, λίγες μέρες πριν την συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία.
Οι αλληλέγγυοι/ες έχουν παρουσία και σε κάποια μέρη που αποφεύγει να πηγαίνει η ελληνική αστυνομία, και συγκεκριμένα στο ξενοδοχείο «Χαρά» και στο δάσος δίπλα στην Ειδομένη. Αυτά είναι μέρη στα οποία πηγαίνουν καθημερινά διακινητές, προκειμένου να πείσουν πρόσφυγες να τους δώσουν χρήματα για να τους περάσουν από τα σύνορα. Οι αλληλέγγυοι/ες, ρισκάροντας την δική τους ασφάλεια αφού υπάρχει ο κίνδυνος να δουν κάτι που δεν θα έπρεπε, πηγαίνουν φαγητό στους πρόσφυγες στα μέρη αυτά, καθώς οι άνθρωποι αυτοί εξαρτώνται αποκλειστικά από εκείνους/ες. Έχουν ακούσει αναρίθμητες αναφορές για κακοποιήσεις από τους διακινητές, ενώ πολλές φορές έχουν αναγκαστεί να μεταφέρουν κάποιον/α στο νοσοκομείο λόγω κακοποίησης, ασθένειας, εξάντλησης ή αφυδάτωσης. Φυσικά, ο Μουζάλας ποτέ δεν θα πει ότι πρέπει να διαλυθούν τα κυκλώματα των διακινητών που δρουν τουλάχιστον με την ανοχή της αστυνομίας, ούτε αναφέρεται στην εκτεταμένη εκμετάλλευση των προσφύγων, που αποτελεί αποτέλεσμα της πολιτικής του.
Η κυβέρνηση προωθεί την μετακίνηση των προσφύγων σε στρατόπεδα, όπου ναι μεν είναι ανοιχτά (προς το παρόν), αλλά οι άνθρωποι ζουν σε αναξιοπρεπείς συνθήκες, πολλές φορές κοντά σε λιμνάζοντα νερά, χωρίς επαρκή ιατρική κάλυψη, με πολύ κακής ποιότητας φαγητό και χωρίς να γνωρίζουν τί θα τους συμβεί στο μέλλον και πότε θα καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτό που ζουν αυτή τη στιγμή. Η Ειδομένη θα εκκενωθεί για άλλη μία φορά, και πάλι με τη βία. Βία που θα ασκηθεί κατά παιδιών, γυναικών και ανδρών που έχουν προσπαθήσει να ξεφύγουν από αυτή στις χώρες καταγωγής τους. Όπως μου είπε πρόσφατα πρόσφυγας «Προτιμούσα να είχα πεθάνει από βόμβα στη Συρία, παρά να πεθάνω σε αυτές τις εξευτελιστικές συνθήκες που μας υποχρεώνουν να ζούμε εδώ.»