“Η ‘ενδιάμεση συμφωνία’ τέλειωσε πριν υπάρξει, η Αθήνα επιζητά πλέον ‘συμφωνία πακέτο’ έως το τέλος Ιουνίου κι ένα ακόμη δύσκολο πολιτικό στοίχημα ανοίγει για την κυβέρνηση υπό το βάρος της πιστωτικής ασφυξίας”.[1]
Την επαύριον της πολύκροτης συμφωνίας κυβέρνησης-δανειστών είχα παρατηρήσει ότι η συμφωνία επί της ουσίας εξέφραζε την αποτυχία ρήξης με το νεοφιλελεύθερο καθεστώς αλήθειας, το οποίο με πρακτικούς όρους σήμαινε ότι το διακύβευμα από εκεί και μετά ήταν απλά η χαλάρωση της λιτότητας και όχι η άρση της από μια άλλη μορφή πολιτικής. Το διάστημα που ακολούθησε επιβεβαίωσε αυτή την εκτίμηση, καθώς η «ενδιάμεση συμφωνία» και ο «έντιμος συμβιβασμός» που επιδιωκόταν δεν ήταν τίποτα άλλο από την απέλπιδα προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να διασώσει ένα μίνιμουμ από το προεκλογικό της πρόγραμμα.
Το πώς εκτιμάται αυτή η προσπάθεια εξαρτάται από την προοπτική αυτού που αξιολογεί. Αν πάντως στο κυβερνητικό επιτελείο υπάρχει όντως έκπληξη για την «εμμονή» στο «νεοφιλελεύθερο δόγμα», τότε πρέπει να μιλάμε όχι μόνο για αφέλεια αλλά και εντυπωσιακή άγνοια για το τι είναι οι «θεσμοί» σαν το ΔΝΤ. Λαμβάνοντας υπόψη παλιότερα κείμενα αρκετών από τους υπουργούς νομίζω ότι τέτοια τεράστια άγνοια δεν υπάρχει, ούτε έγκειται λόγος να κάνουμε δίκη προθέσεων. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην επένδυση του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πολιτική συναίνεσης αφενός ως πολιτικό στοίχημα και αφετέρου ως όχημα ανόδου στην κυβερνητική εξουσία και τρόπο παραμονής σε αυτήν. Μια τέτοια πολιτική συναίνεσης εκ των πραγμάτων πρέπει να αποδεχτεί τους δανειστές στη θεσμική, τυπική, τους μορφή ως «εταίρους», «συνιδιοκτήτες» και τα συναφή, παραμερίζοντας το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και λειτουργία ως δομές/φορείς εξουσίας άμεσα συνδεδεμένους με τη νεοφιλελεύθερη φάση του καπιταλισμού. Αν εδώ υπάρχει αυταπάτη είναι πρωτίστως εσωτερική· η ψυχική οικονομία κάθε ατόμου ή συλλογικότητας στηρίζεται εκ των πραγμάτων στην επένδυση σε μια ορισμένη ανταπόκριση επιθυμίας-πραγματικότητας η διάρρηξη της οποίας δεν στοιχειοθετεί απλά ένα γνωστικό λάθος αλλά μια ψυχική-υπαρξιακή κρίση η οποία θέτει υπό διερώτηση τον τρόπο ζωής όπως υφίσταται, με όλα τα συμφέροντα, ανάγκες, θέλω και προβολές που τον συγκροτούν. Για αυτό ακριβώς, όπως παρατήρησε ο Νίτσε, «ακόμα και ο πιο θαρραλέος από εμάς σπάνια έχει το θάρρος να επιβεβαιώσει αυτό που πράγματι ξέρει».[2] Μέσα σε ένα παρόμοιο πλαίσιο θεωρώ ότι πρέπει να προσεγγίσουμε και την προτίμηση της πλειοψηφίας για «συμφωνία και όχι ρήξη» ή τη θέληση για παραμονή στο ευρώ και την ευρωζώνη.[3] Το ευρώ στέκει ως σύμβολο που συμπυκνώνει την επένδυση σε έναν τρόπο ζωής που εμπεριέχει τόσο διακριτά υλικά συμφέροντα και προνόμια (πχ. ευκολότερη πρόσβαση σε αγαθά) όσο και ένα ολόκληρο φαντασιακό (πχ. το ανήκειν σε μια αναπτυγμένη κοινότητα). Εδώ πρέπει να τονιστεί φυσικά ότι δεν πρέπει να συγχέουμε μια εξήγηση ή κατανόηση με μια πολιτική δικαιολόγηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας βαθύς εκδημοκρατισμός και ένα δίκαιο μοντέλο συσσώρευσης εντός του κυρίαρχου θεσμικού πλαισίου και για αυτό θα κριθεί. Έτσι ακριβώς και οφείλει να γίνει πολιτική κριτική (που είναι κάτι άλλο φυσικά από την αφ’ υψηλού απαξίωση) στις επιλογές και στάσεις των υποδεέστερων τάξεων πέρα από λαϊκιστικές ρητορείες περί λαού-θύματος.[4]
Αυτό που δεν μπορούσε εκ των προτέρων να εκτιμηθεί είναι κατά πόσο οι «εταίροι» θα ήταν πρόθυμοι να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις ή κατά πόσο θα επέμεναν στο δόγμα σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Η απάντηση δεν είναι προφανής διότι κάθε επιλογή εμπεριέχει ρίσκα. Η σκληρή γραμμή μπορεί να οδηγήσει σε βαθειά πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα η οποία στην παρούσα φάση μπορεί κάλλιστα να είναι μεταδοτική, όσο και αν επιχειρηθεί να δημιουργηθεί μια υγειονομική ζώνη. Ειδικά το διαβόητο Grexit, σε μια περίοδο όπου το ρίσκο αποτελεί λειτουργική αρχή για την αναπαραγωγή του συστήματος αλλά και κάθε πιστωτικό γεγονός ευκαιρία κερδοσκοπίας, μπορεί να έχει ιδιαίτερα άσχημες προεκτάσεις για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Από την άλλη όμως, το να επιτραπεί στον ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα θα έχει εξίσου σημαντικά ρίσκα, όχι μόνο λόγω ενδεχόμενης απώλειας της πολιτικής ηγεμονίας αλλά και λόγω αύξησης των προσδοκιών των υποδεέστερων τάξεων. Πάντως, επειδή κάθε μηχανισμός εξουσίας προσπαθεί πρώτα από όλα να διατηρηθεί στην κατάσταση που είναι, ο δρόμος που ακολουθήθηκε τελικά είναι η άσκηση μιας σκληρής γραμμής που αν παραχωρήσει κάτι θα είναι το ελάχιστο.
Η αδυναμία κάμψης αυτής της σκληρής στάσης αλλά και η πρόθεση να μην υποταχθεί πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών – τόσο λόγω αρχής όσο και επειδή είναι πολιτικά δύσκολο να το κουβαλήσει – οδήγησε την κυβέρνηση στην επαναφορά ως κεντρικού σημαίνοντος της όλης διαδικασίας της έννοιας του «new deal». Φυσικά η χρήση αυτού του όρου στο επίπεδο της ιστορικής αναλογίας είναι εντελώς άτοπη καθώς αυτό που έρχεται δεν έχει καμία σχέση με το τι έγινε κάποτε στην Αμερική. Το New Deal του Roosevelt ήταν όντως μια από τις νέες πολιτικές-πειράματα που εμφανίστηκαν σε μια περίοδο κατάρρευσης του φιλελεύθερου καπιταλισμού και υπό το φάντασμα μιας ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης και (εξίσου σημαντικά) της Σοβιετικής Ένωσης. Ούτε ως προς το περιεχόμενο ούτε ως προς τη συγκυρία δεν έχει κάποια σχέση το new deal που προτείνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτό δεν σημαίνει ότι (κάτι σαν) ένα “new deal” είναι εξ ορισμού αδύνατο σήμερα. Απλά δεν είμαστε εκεί τώρα.
Αφήνοντας λοιπόν στην άκρη άτοπες ιστορικές αναλογίες, η «νέα συμφωνία» που προτείνει η κυβέρνηση είναι τόσο ένα άλμα στο κενό μπροστά στο αδιέξοδο όσο και η προετοιμασία για την επικοινωνιακή διαχείριση μιας επίπονης συμφωνίας. Διότι το ότι αν επιτευχθεί συμφωνία αυτή θα είναι ένα νέο μνημόνιο είναι πλέον ξεκάθαρο. Μετά από τόσο καιρό όμως όπου τα επίδικα κατρακυλούσαν μέσα σε ένα κλίμα τρομοκρατίας ακόμα και το μίνιμουμ των παραχωρήσεων μπορεί να εμφανιστεί ως επιτυχία. Το new deal ως μετονομασία για το νέο μνημόνιο θα βοηθήσει ακριβώς να επενδυθεί το τελευταίο με μια αύρα και μια προοπτική αλλαγής. Φυσικά, κάτι ανάλογο δεν έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις; Δεν ζητούσαν θυσίες στο παρόν μέσω μελλοντικών υποσχέσεων ανάπτυξης; Δεν ζούμε εδώ και τόσο χρόνια μια λούπα, την επανάληψη του ίδιου εμετικού σεναρίου διαπραγματεύσεων πάνω σε μια ατζέντα λιτότητας και υποτίμησης;
Δεν λέμε εδώ ότι οι νυν είναι ίδιοι με τους πρώην. Αυτό που τονίζεται είναι ότι η πορεία που πήρε η περιλάλητη «πραγματική διαπραγμάτευση» που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιώνει εν τέλει αυτούς που έλεγαν ότι δεν υπήρχαν εναλλακτικές πέρα από μια πολιτική λιτότητας και υποτίμησης, με μόνο διακύβευμα το εύρος της. Διότι στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αλήθειας όντως δεν υπήρχε άλλη επιλογή και αυτό το καθεστώς δεν είναι απλά ένα ιδεολόγημα αλλά ένας λόγος εγγενής σε μια ορισμένη υλική οργάνωση της παραγωγής αξίας, της συσσώρευσης κεφαλαίου και ευρύτερα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, τελικώς, το new deal σφραγίζει τόσο την απόσταση της νέας κυβέρνησης από τις προηγούμενες όσο και την εγγύτητα στις πολιτικές τους. Διότι αφενός εκφράζει τη βούληση για αλλαγή σελίδας και αφετέρου την αδυναμία αλλαγής άρα και την ανάγκη επικοινωνιακής διαχείρισης αυτής της αδυναμίας.
Αν και δεν μοιάζει πιθανό, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι (αν επιτευχθεί) το «new deal» μπορεί να γίνει έναυσμα για μια παροδική σταθερότητα που ίσως επιτρέψει σε μια κυβέρνηση (με πυρήνα τον) ΣΥΡΙΖΑ να κάνει κάποιες παροχές ή ελαφρύνσεις. Η ουσία του ζητήματος όμως είναι ότι οι τελευταίες θα εξαρτώνται πρωτίστως από το αν βγαίνουν οι αριθμοί και δεν θα είναι εκφράσεις μιας πολιτικής που αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των αναγκών του κεφαλαίου σε σχέση με τις ανάγκες της εργασίας και ευρύτερα της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. Υπό αυτή την έννοια δεν έχει νόημα να περιμένουμε να δούμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποτύχει. Έχει ήδη αποτύχει. Αν μένει κάτι να εξακριβωθεί είναι το ακριβές εύρος και περιεχόμενο της αποτυχίας. Αλλά αυτά παραμένουν ιδιαίτερα κρίσιμα σημεία, καθώς η αποτυχία όπως αντίστοιχα και η επιτυχία δεν είναι απόλυτα μεγέθη αλλά διαλεκτικές στιγμές μιας ανοιχτής, δυναμικής ιστορικής διαδικασίας. Αν μάλιστα ακολουθήσουμε τον Frederic Jameson στη διαπίστωση ότι μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική σήμερα είναι όχι μόνο καταδικασμένη να αποτύχει αλλά και μια απαραίτητη παιδαγωγική εμπειρία, τότε είναι οι αποχρώσεις, οι λεπτομέρειες και τα διάκενα που θα κάνουν τη διαφορά. [5] Τι επιπτώσεις θα υπάρξουν και τι δυναμικές θα ανοιχτούν σε περίπτωση ρήξης και τι σε περίπτωση συμφωνίας; Τι ποιοτικές διαφορές κρύβονται μεταξύ μιας πλήρους υποταγής και μίας σθεναρής και έντιμης στάσης; Τι γραμμές φυγής και αγώνα ακόμα και η ίδια η έννοια του new deal θα ανοίξει εφόσον επικυρωθεί ως συμβολικό σημαίνον μιας συμφωνίας;
Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Το ότι τα πράγματα (θα) είναι δύσκολα είναι το μόνο αυτονόητο αλλά και για αυτό το ελάχιστα ενδιαφέρον. Το θέμα είναι τι κάνουμε. Αν πάντως η απάντηση είναι πορείες στη Γερμανική πρεσβεία – οι οποίες ανεξαρτήτως προθέσεων συνεισφέρουν στην εθνικοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού και όχι στην παραγωγή ενός εσωτερικού από τα κάτω μετώπου ενάντια στη λιτότητα και την υποτίμηση – κάτι πάει στραβά στους ριζοσπαστικούς κύκλους.
[1] ‘Τι σημαίνει η στροφή στο new deal: Παγίδες και ρίσκα’
[2] Fr. Nietzsche, Το Λυκόφως των Ειδώλων, μτφ. Ζ. Σαρίκας (Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης, χ. ημ. εκ.), σ.13
[3] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δημοσκοπήσεις είναι καθοδηγούμενες και φουσκωμένες. Θεωρώ όμως ότι ακόμα και έτσι εκφράζουν όντως μια πλειοψηφική τάση. Άλλωστε υπάρχει κάτι πιο χειραγωγούμενο από την «κοινή γνώμη»;
[4] Ας τονιστεί για άλλη μια φορά ότι οι «αυταπάτες περί ΕΕ» δεν διορθώνονται με την «αλήθεια του εθνικού νομίσματος» και την ανάκτηση της «λαϊκής κυριαρχίας». Ούτε φυσικά αποτελεί λύση η προσφυγή σε έναν άκριτο αντιιμπεριαλισμό που ξεσηκώνει μια ιστορική εμπειρία που ελάχιστες σχέσεις έχει με τη σημερινή.
[5] Fr. Jameson, Valences of the Dialectic, (New York and London: Verso, 2010), σ.299