Κάποια στιγμή,πριν χρόνια, στο χωριό μου στην Πελοπόννησο η νομαρχία αποφάσισε να φτιάξει έναν δρόμο που θα το παρακάμπτει.Όλες οι ιδιοκτησίες που βρίσκονταν πάνω στη χάραξη αυτού του δρόμου απαλλοτριώθηκαν,με αμοιβή, υποχρεωτικά.Πολλοί δυσαρεστήθηκαν, αλλά θες η πληρωμή, θες το κοινό καλό ( ο δρόμος ) τους έπεισαν.
Άλλωστε οι άνθρωποι της επαρχίας,πολλές φορές λειτουργούν περισσότερο με γνώμονα το κοινό καλά από εμάς τους καλομαθημένους της πόλης.
Μια μέρα ένα πρόσωπο, ας πούμε, γνωστό μου, από αυτούς που ένα μέρος των χωραφιών του,εκεί που έβοσκε κάποια πρόβατα, είχε απαλλοτριωθεί, βρήκε έναν εκσκαφέα μέσα στο υπόλοιπο χωράφι (αυτό που δεν είχε απαλλοτριωθεί) να σουλατσάρει καταφανώς παράνομα.Ήταν γνωστό τοις πάσι πως η εταιρία που είχε αναλάβει το έργο λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει, εκνευρίζοντας τους ντόπιους.
Όταν ρώτησε τον οδηγό του οχήματος τι κάνει στην περιουσία του, και μάλιστα παράνομα, η απάντηση, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, ήταν στο στυλ “άσε μας τώρα ρε χωριάτη”.
Ο γνωστός μου, άνθρωπος του χωριού αλλά όχι από αυτούς που σκύβουν το κεφάλι, τότε του απάντησε κατά λέξη: Εγώ θα φύγω τώρα και θα γυρίσω σε λίγο να πάρω τα πρόβατα.Θα έχω μαζί μου την καραμπίνα μου.Να μη σε βρω εδώ.
Από τότε κανείς τους δεν τον ενόχλησε ξανά.
ο κουλτουριάρης