Η ταινία θα προβληθεί στους κινηματογράφους από αύριο Πέμπτη 15/9.
Μέσα στο καλοκαίρι προβλήθηκε ξανά το Θεώρημα, ένα από τα αριστουργήματα του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η προβολή του αποτέλεσε την αφορμή μια κουβέντας μεταξύ φίλων για το ποια είναι η σπουδαιότερη ταινία του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη, μια κουβέντα που με έστειλε στα χαρακώματα, στηρίζοντας τη νεορεαλιστική περίοδο του και τα αντίστοιχα αριστουργήματα της, το Ακατόνε και το Μάμα Ρόμα.
Φυσικά μια τέτοια κουβέντα μπορεί να διαρκεί επ’ άπειρον και τα επιχειρήματα-αισθητικά, γούστου, ερμηνειών και συμβολισμών-να δίνουν και να παίρνουν ακατάπαυστα, χωρίς να βγαίνει άκρη. Θεωρώ απόλυτα φυσιολογικό και πραγματιστικό ένας καλλιτέχνης να διαθέτει μεγαλύτερο εκφραστικό οπλοστάσιο, όταν μιλάει για καταστάσεις κοντινές του ή ακόμη και για όσα βιώνει. Κάπως έτσι ο Παζολίνι ήταν περισσότερο δεικτικός, έχυνε πιο πολύ δηλητήριο όταν μιλούσε για τα άπλυτα της ιταλικής κοινωνίας, όταν οι εικόνες του αναμιγνύονταν με την καθημερινότητα που τόσο ήθελε να αλλάξει, παρά σε φιλοσοφικές -αν θες ποιητικές- αναζητήσεις όπως οι στοχασμοί του Θεωρήματος.
Άλλωστε ο ίδιος, πολιτικοποιημένος και ομοφυλόφιλος, αποτελούσε ένα ενοχλητικότατο αγκάθι στο πλευρό μιας κοινωνίας που, τότε, άλλαζε δραματικά. Ένα από τα στοιχεία που με ξετρελαίνουν στη φιλμογραφία του, είναι πως οι αφηγήσεις του-όλες μα όλες-διέπονται από το πνεύμα μιας στράτευσης και μιας στοχοπροσήλωσης απέναντι σε αυτονόητες αξίες όπως, για παράδειγμα, η ελεύθερη έκφραση του πνεύματος αλλά και της σεξουαλικότητας. Αυτονόητες βέβαια κάπου αλλού, όχι στην καθολική ιταλική κοινωνία.
Οι συνεχείς προκλήσεις του, ακόμη και στο γραπτό του λόγο, συνδυάστηκαν με μια ταραγμένη εποχή, κοινωνικά και πολιτικά, για την Ιταλία, μια εποχή εξεγέρσεων και χειραφέτησης. Ο καλλιτεχνικός του λόγος δεν ήταν κενός περιεχομένου και δεν πατούσε σε ασφαλείς περιοχές. Η άγρια δολοφονία του αποδεικνύει πόσο ενοχλούσε. Όταν σκέφτομαι την αμφιθυμία της ιταλικής κοινωνίας, ακόμη και των περισσότερων ριζοσπαστικών κομματιών της, απέναντι του, θυμάμαι την συγκινητική σκηνή στο, κατά τ’ άλλα γεμάτο χιούμορ και μπρίο, Αγαπημένο μου ημερολόγιο του Νάνι Μορέτι. Ο σκηνόθετης επισκέπτεται το σημείο της δολοφονίας και το πλάνο τον δείχνει απλά να στέκεται εκεί σε μια εκκωφαντική σιωπή. Την ίδια σιωπή που διάλεξαν πολλοί απέναντι του θεωρώντας ότι απλά προκαλεί.
Ο ίδιος βέβαια δεν διάλεξε ποτέ τη σιωπή ως έκφραση. Στο Μάμα Ρόμα διαλέγει ως κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα, μια πόρνη, η οποία θα γίνει στην ουσία το alter ego του μέσα στην πλοκή της ταινίας. Η Άννα Μανιάνι είναι καταπληκτική, από υστερική μάνα μέχρι ειρωνική γυναίκα του δρόμου, ενώ ο ρόλος της θέτει πρότυπα στη φιλμική σχέση Μάνας-παιδιού. Μέσα από την αγωνιώδη προσπάθεια της να στήσει μια “κανονική” ζωή για τον αγνώστου πατρός γιο της, ο Παζολίνι δεν αφήνει τίποτα όρθιο.
Στην αρχική σκηνή του γάμου-μια αισθητική απόλαυση σε όλα τα επίπεδα-παρελαύνουν όλοι οι χαρακτήρες που θα πλαισιώσουν την πλοκή της ταινίας και που διαγράφουν την κοινωνική διαστρωμάτωση των μικροαστικών προαστίων. Η ζωή τους, ίσως, να βελτιώθηκε αλλά οι ίδιοι, όμως, έχουν μένει ως ήταν. Ο σκηνοθέτης μας κλείνει το μάτι μη θέλοντας να υποδείξει ποια είναι αυτή η καλυτέρευση. Μέσα από τα καδραρισμένα πλάνα μιας Ρώμης, της πρωτεύουσας του ιταλικού οικονομικού θαύματος αλλά και των Ολυμπιακών Αγώνων, παρατηρούμε την αποξένωση του γκρίζου, γεγονός που έχει επίπτωση στις συμπεριφορές των ανθρώπων. Οι νεότεροι δεν έχουν πυξίδα, η ηθική δεν αποτελεί επιλογή σε αντίθεση με το κυνήγι μιας πλαστής καλύτερη ζωής. Σε κάποιες στιγμές to Mάμα Ρόμα μοιάζει να αποτελεί τον πρόλογο της ολοκληρωτικής αστικής αποξένωσης που βιώνει ο θεατής της Κόκκινης Ερήμου του Αντονιόνι. Αυτή η έρημος συμπεριφορών και συνειδήσεων είναι τα προάστια της πόλης και η ανοχή τους στη διαφορετικότητα και το συναίσθημα είναι η ίδια με την ανοχή της εξουσίας στην μικροπαραβατικότητα. Μηδαμινή.
Οι σκηνές των μονόπλανων με τη Μάμα Ρόμα-Μανιάνι να συνομιλεί με κάθε είδους άνθρωπο του δρόμου-νταβατζήδες, πόρνες, πελάτες, περαστικούς-δίνουν το πάτημα στον Παζολίνι, μέσω της απόλαυσης να βλέπεις τη Μανιάνι, να χύσει το δηλητήριο του σε κάθε υποκριτική πληγή της κοινωνίας. Κάθε χαρακιά στην ψυχή της πρωταγωνίστριας ίσως είναι μια χαρακιά στη δική του ψυχή. Ο γιος της αρχικά ανίδεος για το επάγγελμα της μάνας του, όταν αρχίζει να υποψιάζεται, αδυνατεί να διαχειριστεί το βάρος της αλήθειας. Όντας και αυτός ένα θύμα του χυδαίου κυνισμού της πραγματικότητας, αρνείται να διυλίσει αυτή την αλήθεια μέσα από το πρίσμα της αληθινής αγάπης της μάνας.
Η πλοκή οδηγείται προς μια αληθινή τραγωδία με ένα τέλος αξέχαστο και πλάνα που αντιγράφηκαν αργότερα (όπως, για παράδειγμα, σε σκηνές του Ρέκβιεμ για ένα όνειρο ) και εκεί είναι που η κάμερα του σκηνοθέτη-και η οπτική του βέβαια-αγκαλιάζει όλους αυτούς για τους οποίους μιλάει. Τις κατώτερες τάξεις, τους φτωχούς, τους εν δυνάμει παραβατικούς. Πάνω τους βγάζει όλη του την ευαισθησία, σαν να θέλει να τους προστατέψει από το μεγάλο τέρας, την ίδια την πόλη της Ρώμης, που προσπαθεί να τους κατασπαράξει καθώς όλοι αυτοί, νέοι και μεγαλύτεροι, περιφέρονται στους δρόμους της.
Έχει περάσει λίγο πάνω από μισός αιώνας από τότε που αυτό το συγκλονιστικό αριστούργημα βγήκε στις οθόνες. Δεν είναι ποτέ αργά να γίνεις προσήλυτος της τέχνης του Παζολίνι.
ο κουλτουριάρης