Δεν ξέρω γιατί μπορεί κάποιος να επιλέγει να κάνει μια ταινία για ένα έργο που γράφτηκε 415 περίπου χρόνια πριν, ένα έργο χιλιοπαιγμένο στο σινεμά και στο θέατρο και χιλιοειδωμένο σε δεκάδες διαφορετικές βερσιόν. Εύκολη λύση σίγουρα δεν είναι γιατί οι συγκρίσεις σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αναπόφευκτες και καμιά φορά αποδεικνύονται πολύ σκληρές. Μπορεί, λοιπόν, να «φταίει» η γοητεία της ιστορίας και η φιλοδοξία του ίδιου του σκηνοθέτη να τη διηγηθεί με το δικό του τρόπο: σε καιρό σκληρού εμφύλιου πολέμου, ο γενναίος στρατηγός Μακμπέθ κρατά τους άντρες του ενωμένους και κερδίζει μάχες στο όνομα του βασιλιά. Τρεις μυστηριώδεις γυναίκες, όμως, προφητεύουν ότι πολύ σύντομα θα φορέσει ο ίδιος το στέμμα και φυτεύουν μέσα του το σπόρο της φιλοδοξίας. Η γυναίκα του τον προκαλεί να διεκδικήσει το πεπρωμένο του και τον ωθεί στον πρώτο φόνο (εκείνη την εποχή προφανώς λίγος σεξισμός ήταν απαραίτητος!). Ο Μακμπέθ πράγματι παίρνει την εξουσία, όμως οι τύψεις πολύ γρήγορα τον οδηγούν στην τρέλα και προκειμένου να διατηρήσει τα σκήπτρα, κάνει το ένα έγκλημα μετά το άλλο… «Το μυαλό μου είναι γεμάτο σκορπιούς», λέει στη γυναίκα του, καθώς συνειδητοποιεί πως ο θρόνος «απαιτεί» θυσίες σε αίμα…
Πιθανές συγκρίσεις με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα δεν είναι καθόλου συμπτωματικές -κάθε μορφή εξουσίας, άλλωστε, έχει έναν καταπιεστή και πολλούς καταπιεσμένους. Κάπως έτσι, ο Μακμπέθ μετατρέπεται εν μία νυκτί σε τύραννο και οι άνδρες που τον αγαπούσαν και πολεμούσαν γενναία στο πλευρό του γίνονται εχθροί, που πρέπει να βγουν απ’ τη μέση. Η διαχρονικότητα, λοιπόν, είναι πιθανότατα αυτή που κάνει ένα σύγχρονο σκηνοθέτη να καταπιαστεί με ένα απ’ τα δημοφιλέστερα έργα του Σέξπηρ και οι αναλογίες του τύραννου Μακμπέθ με όλους τους μικρούς και μεγάλους τυράννους του σήμερα, που ξεκινούν ως σωτήρες και πολύ σύντομα στέλνουν άλλους στο θυσιαστήριο. Το αν είναι η ίδια η εξουσία που διαφθείρει ή αν ο άνθρωπος έχει μέσα του το «κακό», απαντιέται όταν η Λαίδη Μακμπέθ αυτοκτονεί, μη αντέχοντας τα διαδοχικά εγκλήματα που έχουν βάψει τα χέρια του συζύγου της, αλλά και της ίδιας, με αίμα. Ο Μακμπέθ δεν θέλει να σκοτώσει΄ αναγκάζεται γιατί «έτσι πρέπει να κάνεις» όταν είσαι βασιλιάς… Έτσι κι αλλιώς, η δύναμη και η βία είναι απαραίτητα συστατικά της κάθε εξουσίας.
Η ένστασή μου –για την οποία σίγουρα θα υπάρχει ισχυρός αντίλογος- αφορά στην ανάγκη διατήρησης της πρωτότυπης γλώσσας του σαιξπηρικού κειμένου, η οποία πολλές φορές κάνει δύσκολη την κατανόηση της πλοκής. Τα σκηνικά και, γενικά, η τοποθέτηση του έργου στην αληθινή του εποχή δίνουν μεν την ευκαιρία για μερικά πολύ ατμοσφαιρικά πλάνα, όμως στερούν απ’ την ταινία την ευκαιρία να αναδειχθεί σε κάτι πιο σύγχρονο και ριζοσπαστικό. Προφανώς, ο σκηνοθέτης Justin Kurzel προτίμησε να κάνει μια πιστή μεταφορά του «Μακμπέθ» στην κινηματογραφική οθόνη και να αφήσει τους θεατές να κάνουν τους δικούς τους συνειρμούς και να φτιάξουν αναλογίες.
Ο ίδιος, πάντως, χρησιμοποιεί μαεστρικά τη μουσική για να υπογραμμίσει το εσωτερικό δράμα των ηρώων του και να ενώσει χρονικά τις διαφορετικές πράξεις της πλοκής, ενώ στηρίζεται πολύ στους πρωταγωνιστές του, Μάικλ Φασμπέντερ και Μαριόν Κοτιγιάρ, που γίνονται οι καλύτεροι κράχτες για την εμπορική επιτυχία της ταινίας (απαραίτητη κι αυτή). Και οι δυο τους, πάντως, δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες σε ρόλους που είναι κάθε άλλο παρά συμπαθείς και αποδεικνύουν πως οι καλοί ηθοποιοί –όπως και όλοι οι καλλιτέχνες- πρέπει να δοκιμάζουν τα όριά τους.
Catlady