Το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε ως βάση σε ελεύθερη μετάφραση είναι το: La Canadiense and Barcelona general strike-1919 από το libcom.org. Πραγματοποιήθηκαν κάποιες αλλαγές και προσθήκες από το ”Ισπανοί Αναρχικοί, τα ηρωικά χρόνια 1868-1939” που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος.
[με πλάγια γραμματοσειρά είναι αυτούσιο κείμενο από το βιβλίο]
Τον Φεβρουάριο του 1919, 8 εργάτες από τον τομέα συντήρησης του καναδικού υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην Βαρκελώνη, γνωστό και ως ‘’La Canadiense’’, απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους. Αυτές οι απολύσεις θα πυροδοτούσαν την πιο επιτυχημένη απεργιακή δράση στην ιστορία του Ισπανικού εργατικού κινήματος. Η απεργία, ελεγχόμενη από την αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία CNT, οδήγησε σε επέκταση της απεργίας σε όλη την πόλη της Βαρκελόνης, εμπλέκοντας περισσότερους από εκατό χιλιάδες εργάτες και έγινε η πιο επιτυχημένη απεργία αναγκάζοντας την Ισπανική κυβέρνηση να εγκρίνει νόμο για 8ωρη εργασιακή ημέρα, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο την πρώτη κυβέρνηση στον κόσμο που ενέκρινε το 8ωρο.
Έως το 1919 τα μέλη της CNT αυξήθηκαν στις 755 χιλιάδες (όπως ανακοινώθηκε στο συνέδριο της Μαδρίτης εκείνη την χρονιά), αρκετά περισσότερα από το ανταγωνιστικό σοσιαλιστικό συνδικάτο της UGT, του οποίου τα μέλη ανέρχονταν περίπου σε 208 χιλιάδες εκείνη την περίοδο. Χοντρικά, περίπου το 10% του ενεργού ενήλικου πληθυσμού της Ισπανίας ήταν μέλος της CNT το 1919.
Καθώς ο ανταγωνισμός και η ταξική πάλη αυξανόταν και εξελισσόταν, εν μέσω αδυσώπητου πολέμου μεταξύ του ισπανικού προλεταριάτου και της αστικής τάξης, την εποχή των pistoleros, η αγκιτάτσια της CNT συνεχιζόταν με επιτυχία και αυτό βοηθούσε στην ανάπτυξή της, παρ΄ όλο που το συνδικάτο βρισκόταν ουσιαστικά στην παρανομία. Μέσα σε έξι μήνες και μέσα από την προπαγανδιστική της δράση η CNT είχε σχεδόν πενταπλασιάσει τα μέλη της στην Καταλονία. Η κυβέρνηση, σε διαρκή ανταγωνισμό με την Συνομοσπονδία και παρά την καταστολή που είχε εξαπολύσει νωρίτερα το ‘18, δεν κατάφερνε να ελέγξει την κατάταση. Στις 16 Ιανουαρίου 1919 διατάχθηκε η αναστολή συνταγματικών εγγυήσεων στην Καταλονία και όλα τα ανώτερα στελέχη της CNT, συμπεριλαμβανομένων των Μπουένακασα, Σεγκί, Ερέρος, Νέγκρε συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Επίσης, η έκδοση της Solidarida Obrera απαγορεύτηκε.
Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο εκδηλώθηκε η απεργία στην La Canadiense που μετατράπηκε σε γενική απεργία στην Καταλονία:
Μετά τις αρχικές απολύσεις από τα αφεντικά της La Canadiense, της καναδικής υδροηλεκτρικής εταιρίας, στις αρχές Φεβρουαρίου, 140 εργάτες αποχώρησαν από το εργοστάσιο την 5η Φεβρουαρίου και τρεις ημέρες αργότερα τους ακολούθησε η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών. Εργάτες σε άλλο ηλεκτρικό εργοστάσιο της Βαρκελώνης, το Energia Electrica de Cataluna προχωρούσαν σε απεργία και κατάληψη του στις 8 του μήνα, σε υποστήριξη και αλληλεγγύη των συναδέλφων τους, και περίπου μια εβδομάδα αργότερα, την 17η Φεβρουαρίου, το 80% των εργατών στον τομέα κλωστουφαντουργίας αποχώρησαν απο την εργασία, απεργώντας και οι ίδιοι σε υποστήριξη των απεργών στην La Canadiense. Απαιτώντας, επίσης, αναγνώριση του συνδικάτου τους και αναγνώριση από τις αρχές της 8ωρης εργασιακής ημέρας.
Πολύ σύντομα, η πλειοψηφία των εργατών στα ηλεκτρικά εργοστάσια της πόλης ακολούθησε και την 21η Φεβρουαρίου κηρύχτηκε απεργία στον κλάδο της ενέργειας, προκαλώντας το κλείσιμο του 70% των εργοστασίων στην Καταλονία.
Φοβούμενες την αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης στην Βαρκελώνη και την οικονομική στασιμότητα που η απεργία προκαλούσε, κήρυξαν στρατιωτικό νόμο σε όλη την πόλη. Ακολούθως, οι αρχές στη Μαδρίτη κήρυξαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και σε μια προσπάθεια να σπάσουν την απεργία, κάλεσαν όλους τους εργάτες στον στρατό. Αυτό το κάλεσμα, φυσικά, αγνοήθηκε, και μάλιστα οι εργάτες στο Ενιαίο Συνδικάτο Γραφικών Τεχνών αρνήθηκαν να τυπώσουν οτιδήποτε σχετικά με το κάλεσμα, και οτιδήποτε που κινούνταν αρνητικά προς την απεργία- εφαρμόζοντας ‘’κόκκινη λογοκρισία’’ στις αρχές: ενημέρωσαν τους εκδότες των εφημερίδων της Βαρκελώνης οτι δεν θα δεχόταν να τυπώσει οτιδήποτε έβλαπτε τα συμφέροντα των απεργών’. Ακολουθώντας την κατάσταση, οι εργάτες στον σιδηρόδρομο και στο τραμ κήρυξαν επίσης απεργία.
Υπό του κηρυγμένου στρατιωτικού νόμου στην πόλη, σχεδόν όλα τα στελέχη της CNT συνελήφθησαν μαζί με 3 χιλιάδες απεργούς. Ωστόσο, οι αρχές στη Βαρκελώνη άρχισαν να πανικοβάλλονται καθώς η οικονομική κατάσταση στην Καταλονία γινόταν απελπιστική και η αποφυγή των συμβιβασμών και η ικανοποίηση των αιτημάτων των εργατών ήταν δύσκολο να αποφευχθεί. Στις 15 και 16 Μαρτίου ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της CNT και των αρχών. Ο Σαλβαντόρ Σεγκί, ο τοπικός γραμματέας της CNT απαίτησε, στο όνομα των εργατών, μέγιστη εργάσιμη 8 ώρες την ημέρα, αναγνώριση των συνδικάτων, αποκατάσταση όλων των απολυμένων εργατών και αυξήσεις στους μισθούς.
Οι αρχές γρήγορα ενέδωσαν σε όλα τα αιτήματα. Oι εργάτες απαίτησαν επίσης, εκτός από την απελευθέρωση των φυλακισμένων που βρίσκονταν σε δίκη, την απελευθέρωση όλων των κρατούμενων, στο οποίο συμφώνησε η κυβέρνηση και έτσι: τη νύχτα της 16ης Μαρτίου, η συμφωνία υποβλήθηκε για έγκριση σε ένα τεράστιο συλλαλητήριο των απεργών στην Plaza de Toros de Las Arenas της Βαρκελώνης. Οι εργάτες συμφώνησαν αλλά απαίτησαν ‘’Λευτεριά σε όλους!” και απείλησαν η απεργία να συνεχιστεί αν δεν άνοιγαν οι πύλες των φυλακών και για τους κοινωνικούς κρατούμενους (στμ: πολιτικούς). Κατά αυτόν τον τρόπο η συμφωνία βρισκόταν σε κίνδυνο και μόνο ύστερα από την μετριοπαθή παρέμβαση του Σεγκί πως μόνο μια εξέγερση θα μπορούσε να επιβάλει κάτι τέτοιο τα πνεύματα άρχισαν να ηρεμούν.
Και έτσι: αποφάσισαν να επιστρέψουν προσωρινά στις εργασίες τους, αλλά και να επαναλάβουν την απεργία σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν αποφυλάκιζε όλους τους κρατούμενους μέσα σε 72 ώρες.
Η απελευθέρωση των κρατούμενων δεν συνέβη και τότε στις 24 Μαρτίου οι εργάτες κατέβηκαν ξανά σε απεργία. Η αστυνομία όμως είχε προετοιμαστεί:
στρατεύματα παρατάχθηκαν σε όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης με οπλοπολυβόλα και πυροβολικό. Για να ενισχύσει τους στρατιώτες, ο Μίλανς δε Μπος (στρατιωτικός διοικητής) κάλεσε 8 χιλιάδες άνδρες της παλιάς Πολιτοφυλακής, ενός εθελοντικού στρατιωτικού σώματος που η πλειοψηφία των μελών άνηκε στην αστική τάξη. Οι καταστηματάρχες αναγκάστηκαν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους υπό τις κάννες των όπλων παρόλο που οι υπάλληλοι συνέχιζαν να απεργούν. Άνδρες της Πολιτοφυλακής μετέφεραν εφόδια στην πόλη ενώ ένοπλα στρατεύματα περιπολούσαν τους δρόμους.
Η αστυνομία εξαπέλυσε μαζικές συλλήψεις και συνέλαβε όλα τα στελέχη της CNT, τα μέλη των απεργιακών επιτροπών και τους στρατευμένους συνδικαλιστές που μπόρεσε να εντοπίσει.
Στις 28 Μάρτη η απεργία άρχισε να χάνει την δυναμική της και εως της 7 Απρίλη, εξαιτίας της καταστολής αλλά και των συλλήψεων των απεργιακών επιτροπών, είχε πρακτικά λήξει φτάνοντας τις 44 ημέρες γενικής παύσης της καταλανικής οικονομίας και οδηγώντας την La Canadiense στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Παρά την κατάληξη, την καταστολή και τις φυλακίσεις τα αιτήματα των απεργών παρέμειναν και πέρα από την εφαρμογή του 8ώρου οι εργάτες εξανάγκασαν τους εργοδότες να τους αποζημιώσουν ακόμα και για τα μεροκάματα που έχασαν κατά τη διάρκεια της απεργίας.
Μέχρι σήμερα, η γενική απεργία της Βαρκελώνης το 1919, παρά του αντιφατικού της χαρακτήρα, παραμένει η πιο επιτυχημένη απεργία που έλαβε χώρα για τον σκοπό του ισπανικού προλεταριάτου.