Το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα και ειδικά η πιο νουάρ εκδοχή του πάσχει. Αυτό είναι κρίμα, γιατί οι πρώτες ύλες για τη δημιουργία αντίστοιχων βιβλίων αφθονούν τριγύρω μας: Η ιστορική διαδρομή του τόπου από τον εμφύλιο και μετά, η κρίση και οι κοινωνικές ανακατατάξεις που τη συνόδευσαν, η ύπαρξη ενός βίαιου κινήματος αμφισβήτησης, οι παραδοσιακά έντονοι ρυθμοί της νυχτερινής ζωής στη μητρόπολη –και όχι μόνο σ’ αυτή-, η πολυεπίπεδη εγκληματικότητα, το φαιδρό ηθικό και πολιτικό υπόβαθρο του «έλληνα νοικοκυραίου», η μανία με το τζόγο, η σάπια Ελληνική Αστυνομία… Κι όμως η παραγωγή καλών βιβλίων σπανίζει, χαμένη σε έναν κυκεώνα ατάλαντων μιμητισμών και χλιαρών ιστοριών που μοιάζουν να έχουν γραφτεί από μεθυσμένους τουρίστες που πήραν το συρτάκι για κοινωνική πραγματικότητα ή από μεσοαστούς άεργους που έφαγαν τα νιάτα τους στο να τριγυρνάνε στις μουσικές σκηνές και τα τρέντι μπαρ της Αθήνας. Ίσως φταίει που οι περισσότεροι συγγραφείς νοιάζονται περισσότερο να μοιάσουν με χαρακτήρες βιβλίων, χωρίς ποτέ να έχουν βουτήξει πραγματικά στην πρώτη ύλη. Τελοσπάντων, το ελληνικό νουάρ πάσχει…
Φέτος το καλοκαίρι, είχα την τύχη να πετύχω μια από τις λίγες εντυπωσιακές εξαιρέσεις σ’ αυτόν τον κανόνα. Αυτή η εξαίρεση ήταν το Κακό Χαρτί του Κώστα Μουζουράκη. Έξι χρόνια μετά το πρώτο του μυθιστόρημα Φίδια στο Σκορπιό, ο συγγραφέας είναι πιο ώριμος, πιο γειωμένος, λιγότερο ανυπόμονος στον τρόπο γραφής του, πιο ουσιαστικός… Το «Κακό Χαρτί» θα μπορούσε να θεωρηθεί από κάποιον ως φόρος τιμής στο γαλλικό neo-polar, το αστυνομικό νουάρ μυθιστόρημα με τις κοινωνικές προεκτάσεις της μετά το ’68 εποχής. Εγώ πάλι πιστεύω πως ο συγγραφέας κάποτε ερωτεύτηκε την Πρηνή Θέση του Σκοπευτή του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ και απλώς αποφάσισε να κλείσει το μάτι σε όποιον μοιράζεται τα ίδια συναισθήματα μ’ αυτόν. Κατά τ’ άλλα, το βιβλίο ούτε μιμείται ούτε αντιγράφει. Σφυροκοπάει τη σαπίλα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μυεί στην κουλτούρα της πράσινης τσόχας, ξεμακραίνει λίγο στο χάρτη μέσα σε πλοία με λαθραία φορτία, στήνει κινηματογραφικά στιγμιότυπα με τον Χάρο να παίζει μπαγιάν και μας θυμίζει ότι τα ορεινά τοπία της Ελλάδας είναι λιπασμένα από τα κουφάρια ανθρώπων που κάποτε πίστεψαν σε έναν κόσμο πιο δίκαιο.
Το Κακό Χαρτί στήνεται γύρω από τη γνωριμία ενός νεαρού χαρτοκλέφτη με τρεις ηλικιωμένους παίκτες πόκας. Ο Επίκουρος, η Μαφία, ο Εμφύλιος και η Σαρακατσάνικη παράδοση συγκρούονται και αλληλεπιδρούν με τον γρήγορο πλουτισμό του Texas Hold ‘em και τη μίζερη υποκουλτούρα που περιβάλλει τους διαπλεκόμενους κοτζαμπάσηδες της ελληνικής επικράτειας. Το αποτέλεσμα, η αριστοτεχνική κλιμάκωση της βίας που απελευθερώνεται, μένει να διαβαστεί από τον καθένα και την καθεμιά.
Σίγουρα τρεις παράγοντες ενισχύουν τη θετική εντύπωση που μου προξένησε το Κακό Χαρτί. Το πρώτο είναι η χρήση της χαρτοπαιξίας στην πλοκή (θα εξιτάρει τους γνώστες, χωρίς να κουράσει τους αδαείς της τσόχας). Το δεύτερο είναι οι αναφορές στην εμφυλιακή Όθρυ, το άγνωστο και πανέμορφο βουνό που βρίσκεται στο κέντρο του χάρτη, μα αγνοείται από την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας. Το τρίτο είναι η συνεχής υπενθύμιση σε κάθε πολιτικοποιημένο άνθρωπο ότι τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα είναι δύσκολα: «Ξαπλωτό το φεγγάρι, όρθιος ο τσοπάνος», όπως θα ‘λεγε και ο Καπετάνιος στο Κακό Χαρτί!
Μόνη παραφωνία στα γούστα μου είναι ο εμπορικός εκδοτικός οίκος και η τιμή που αυτό συνεπάγεται σε εποχές κρίσης. Αλλά γι’ αυτό υπάρχει πάντα η λύση της απαλλοτρίωσης αυτού του καταπληκτικού βιβλίου από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο…