«Η ‘αλήθεια’ πρέπει να γίνεται κατανοητή ως ένα σύστημα οργανωμένων διαδικασιών για την παραγωγή, ρύθμιση, διανομή, κυκλοφορία και λειτουργία προτάσεων. Η ‘αλήθεια’ βρίσκεται σε μια κυκλική σχέση με συστήματα εξουσίας που την παράγουν και τη διατηρούν και με επιπτώσεις εξουσίας τις οποίες προκαλεί και που την προεκτείνουν – με ένα ‘καθεστώς’ αλήθειας».
- Michel Foucault, «Αλήθεια και Εξουσία»
Επειδή πάντα μιλάμε από μια προοπτική η οποία καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από ειλημμένες δεσμεύσεις, είθισται να βλέπουμε (ή να αγνοούμε) στα γεγονότα αυτό που θέλουμε. Έπεται ότι ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενο πως ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και «θεσμών» (sic) θα προσεγγιζόταν με ριζικά αντιθετικούς τρόπους: από διθυράμβους περί «αλλαγής πορείας» και ξημερώματος μιας «νέας εποχής», μέχρι βιτριολικές κριτικές που ισχυρίζονται ότι παρόλες τις φανφάρες επί της ουσίας δεν άλλαξε τίποτα. Θα ήταν εύκολο να πούμε ότι η αλήθεια βρίσκεται στη μέση και κάποιοι σχολιασμοί όντως προσπάθησαν να είναι κριτικοί αναγνωρίζοντας θετικά στοιχεία ή να επιδοκιμάσουν με κριτικό τρόπο. Ενώ αυτές οι αναλύσεις φαντάζουν πιο ισορροπημένες στο πραγματολογικό επίπεδο της παρουσίασης των γεγονότων, δεν σημαίνει ότι εμβαθύνουν επαρκέστερα στο πολιτικό επίδικο των διαπραγματεύσεων, το οποίο δεν αποτυπώνεται απλά και μόνο ζυγίζοντας τα «υπέρ» και τα «κατά». Η «μέση οδός» δεν προσφέρει εκ των προτέρων μια πιο «αντικειμενική» οπτική ή την βασιλική οδό για την αλήθεια. Αντιθέτως, μια μετριοπαθής άποψη μπορεί κάλλιστα να είναι εξίσου παρτιζάνικη με μια φαινομενικά πιο ακραία θέση. Τα κείμενα του κ. Κούλογλου, παραδείγματος χάρη, είναι μια έξοχη αποτύπωση αυτού του γεγονότος.[1]
Αν κάτι οφείλει να κάνει κάθε αξιολόγηση ενός φαινομένου είναι να είναι ξεκάθαρη πάνω σε ποια βάση και σε ποια κριτήρια αξιολογεί. Επίσης, κάποια από αυτά τα κριτήρια καλό θα ήταν να αφορούν τα πρωτόκολλα εμφάνισης του φαινομένου, δηλαδή να είναι εσωτερικά ή εγγενή σε αυτό που αξιολογείται· αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας αυθαίρετης και εξωτερικής κριτικής. Για το θέμα μας αυτό σημαίνει ότι η κριτική αξιολόγηση των διαπραγματεύσεων, ασχέτως του που θα επεκταθεί μετά, πρέπει να έχει ως αφετηρία αυτά που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ζητούσε την ψήφο των πολιτών. Φυσικά, οι πολιτευόμενοι με τον ΣΥΡΙΖΑ λέγανε πολλά και διάφορα, μια πολυφωνία που έγινε ουκ ολίγες φορές αντικείμενο κριτικής. Παρόλα αυτά όμως ένας βασικός μπούσουλας υπήρχε: η βασική δέσμευση ήταν ότι θα καταργηθεί το μνημόνιο μέσω μια σειράς άμεσων εφαρμοστικών νόμων οι οποίοι και θα αναιρούσαν τις ρυθμίσεις που περιλάμβανε το διαβόητο έγγραφο. Αυτή η δέσμευση για κατάργηση μιας υπάρχουσας κατάστασης συνοδευόταν από ένα θετικό πρόταγμα αλλαγής που βρήκε την πιο συμπυκνωμένη προγραμματική του έκφραση στο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», του οποίου κεντρικοί πυλώνες ήταν ο εκδημοκρατισμός, η οικονομική ανάπτυξη και η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Αν θέλουμε να βρούμε κάποια ουσία μέσα σε όλα αυτά είναι η εναντίωση στο «νεοφιλελεύθερο δόγμα» της λιτότητας και του αυταρχισμού και η πρόταξη μιας νέας δικαιότερης μορφής διαχείρισης και διακυβέρνησης που θα βάζει στο κέντρο τα δικαιώματα των πολλών αντί για τα κέρδη των λίγων.[2]
Έχοντας λοιπόν αυτά ως αφετηρία, πως μπορεί να αξιολογηθεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων; Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μπορεί φυσικά να υποστηρίξει ότι «σκίστηκε το μνημόνιο» ενώ, επιπλέον, όσοι υποστηρικτές δεν κάνουν επικοινωνιακή προπαγάνδα αλλά ανάλυση αναγνωρίζουν ότι υπήρξαν και σημαντικές υποχωρήσεις. Αντιτείνουν, όμως, ότι κερδήθηκαν εξίσου σημαντικά πράγματα: δεν θα υπάρξουν άμεσα νέα μέτρα λιτότητας, αποφεύχθηκε ο οικονομικός στραγγαλισμός, δόθηκε πολύτιμός χρόνος στην κυβέρνηση να επεξεργαστεί τις κινήσεις της, τροποποιήθηκε η ατζέντα της πολιτικής συζήτησης, επήλθαν ρωγμές στο δόγμα της λιτότητας, όπως και κάποια άλλα πιο πατριωτικά περί ανάκτησης της εθνικής αξιοπρέπειας κλπ. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πιέστηκε κατά την διαπραγμάτευση δεν αμφισβητείται παρά μονάχα από τους θιασώτες ενός απλουστευτικού υπέρ-ριζοσπαστισμού που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από μια μονολιθική αντίληψη της εξουσίας, του κράτους και του κεφαλαίου. Από την άλλη, όμως, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που επέμενε ότι θα πείσει τους «εταίρους» για το ορθόν και δέον της πολιτικής του ατζέντας. Συνεπώς, πρέπει να χρεωθεί το βάρος των μεγαλοστομιών του. Επίσης, η αναστολή των μέτρων που περιείχε το διαβόητο email Χαρδούβελλη σίγουρα δεν είναι ένα τετριμμένο και αδιάφορο γεγονός – λες και η ισοπέδωση των προηγούμενων χρόνων δεν έγινε ποτέ ή την εμπόδισαν οι πύρινοι λόγοι. Από την άλλη όμως το ότι η πρόταση κάποιων μέτρων θεωρείται αυτόματα και λήψη τους λαμβάνει ως αυταπόδεικτό το ότι δεν θα μπορούσαν αυτά τα μέτρα να εμποδιστούν μέσω αγώνων από τα κάτω. Αυτή η εκτίμηση, φυσικά, ανταποκρίνεται σε ό,τι προηγήθηκε, αλλά συγχρόνως είναι συμπτωματική μιας λογικής που δεν αναγνωρίζει στην αυτενέργεια των υποτελών τάξεων ένα παράγοντα που μπορεί να καθορίσει άμεσα την κεντρική πολιτική σκηνή. Ακόμα και έτσι πάντως παραμένει γεγονός ότι η αναβολή των νέων μέτρων λιτότητας δείχνει τη δυσκολία απρόσκοπτης αναπαραγωγής της κυρίαρχης τα τελευταία χρόνια πολιτικής. Και αυτή η δυσκολία σχετίζεται αναντίρρητα με το γεγονός ότι όντως εμφανίστηκε στις κεντρικές διαδικασίες διαχείρισης που συντελούνται στο εθνικό και διεθνές επίπεδο μια πολιτική φωνή που δεν αναπαρήγαγε τον κυρίαρχο μονόλογο αλλά εκφράζει αλλότριες προσδοκίες και ελπίδες. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, υπήρξε και το διεθνές κύμα συμπαράστασης στον ΣΥΡΙΖΑ από τα κάτω.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος λοιπόν να μηδενίζουμε τα πάντα, όπως κατηγορούν οι «υποστηρικτές» τους «επικριτές». Πέρα όμως από τις παρατηρήσεις που ήδη έγιναν, αρκεί μια στοιχειώδης γνώση Αγγλικών για να διαπιστωθεί ότι η συμφωνία απέχει παρασάγγας από όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Το μνημόνιο όχι μόνο δεν «σκίστηκε» αλλά γίνεται αποδεκτό επί της ουσίας. Διότι, αν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, τι άλλο μπορεί να σημαίνει το ακόλουθο:
«Το Γιούρογκρουπ σημειώνει, στο πλαίσιο της υπάρχουσας διευθέτησης, το αίτημα των ελληνικών αρχών για την παράταση της Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης (Master Financial Assistance Facility Agreement, MFFA), η οποία θεμελιώνεται σε ένα σύνολο δεσμεύσεων. Ο σκοπός της παράτασης αυτής είναι η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης στη βάση των όρων της τρέχουσας διευθέτησης, με την καλύτερη δυνατή χρήση της δεδομένης ευελιξίας η οποία θα εξετασθεί από κοινού με τις ελληνικές αρχές και τους θεσμούς».[3]
Είναι αυτή η επί της ουσίας αποδοχή της «υπάρχουσας διευθέτησης» που δεν μπορεί να μπει στο ζύγι ως μια απλή χασούρα που ισοσκελίζεται από τα όποια κέρδη. Διότι αντανακλά την πολιτική ουσία της διαπραγμάτευσης, δηλαδή το ότι η συμφωνία που υπογράφηκε από την ελληνική κυβέρνηση δεν έρχεται σε ρήξη με τις παραδοχές που θεμελιώνουν τις πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης μέσω των οποίων συντελείται η τρέχουσα καπιταλιστική αναδιάρθρωση: το ότι υπάρχει ένα δημόσιο χρέος που πρέπει να πληρωθεί· το ότι η δημοσιονομική ισορροπία είναι προϋπόθεση κάθε δημόσιας πολιτικής και εν γένει ενός υγιούς κράτους· το ότι η οικονομική ανάπτυξη (δηλαδή, μεγέθυνση) και η ανταγωνιστικότητα αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την κοινωνική ευημερία. Αυτές οι παραδοχές αποτελούν καταστατικά μέρη του (κατά τη Φουκωϊκή ορολογία) καθεστώτος αλήθειας που έχει οικοδομηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρύτερα στη νεοφιλελεύθερη φάση του καπιταλισμού. Με την σειρά του αυτό το καθεστώς εκφράζει και συγχρόνως υλοποιεί την πραγματική υπαγωγή της ζωής στο κεφάλαιο, η οποία οντολογικά μιλώντας σηματοδοτεί τον ορισμό του όντος μέσω οικονομικών προσδιορισμών κόστους/οφέλους, αποτελεσματικότητας κλπ. Φυσικά δεν μπορούμε να μιλάμε ακόμα για μια πλήρη επικράτηση της κοινωνικής οντολογίας του νεοφιλελευθερισμού ως βάση δικαίου και κοινωνικής δικαιοσύνης. Κατά πόσο άλλωστε κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί είναι ανοιχτό προς συζήτηση καθώς δεν μιλάμε για ένα ιδεατό μοντέλο προς πραγμάτωση αλλά για ένα ορθολογικό σύστημα (ανα)δόμησης και (ανα)παραγωγής του κοινωνικού όντος που λειτουργεί με το να αποτυγχάνει ως προς τα ιδανικά του. Σε κάθε περίπτωση, ο νεοφιλελευθερισμός δεν επιτάσσει μια πλήρη εγκατάλειψη των επισφαλών και χρεωμένων ζωών που παράγει το κεφάλαιο, όσο τη δημιουργία ενός νέου βιοπολιτικού παραδείγματος στη θέση του κοινωνικού κράτους το οποίο περιλαμβάνει την οργανωμένη φιλανθρωπία (είτε από το κράτος, είτε από την «κοινωνία των πολιτών»). Υπό αυτήν την έννοια, μπορούμε να θεωρήσουμε συμβατά με τις βασικές αρχές λειτουργικότητας της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής (εφόσον κριθούν αναγκαία από τις περιστάσεις) τον περιορισμό της λιτότητας και την αναγνώριση μιας «ανθρωπιστικής κρίσης» (ειδικά εφόσον η τελευταία δεν περιλαμβάνει αυτό που ξορκίζει ο νεοφιλελευθερισμός: την ύπαρξη συλλογικών υποκειμένων αγώνα που κινούνται στη βάση μη-οικονομικών αρχών δικαιοσύνης).
Το επίδικο σε όλη αυτή την φαινομενικά αφηρημένη συζήτηση είναι απλό: όταν γίνεται αποδεκτό ένα καθεστώς αλήθειας γίνονται αποδεκτοί και οι όροι της αναπαραγωγής του. Και ενώ μπορεί να υπάρχουν περιθώρια ελιγμών και κινήσεων (τα οποία καθορίζονται από τους συσχετισμούς δύναμης των διάφορων δρώντων) εφόσον οι θεμελιακές παραδοχές γίνονται αποδεκτές τότε υπάρχουν και κάποια σαφή όρια στο τι μπορεί να λεχθεί και να πραχθεί. Εξυπακούεται φυσικά ότι μια ρήξη με ένα τέτοιο καθεστώς αλήθειας δεν συντελείται μόνο ή πρωτίστως στο επίπεδο του λόγου και των ιδεών αλλά έχει τον χαρακτήρα κοινωνικής και πολιτικής ρήξης με τους θεσμούς που το αναπαράγουν και τα οργανωμένα συμφέροντα που ωφελεί.[4] Αυτή τη ρήξη ο ΣΥΡΙΖΑ (και για να μην γελιόμαστε η πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος) δεν ήταν διατεθειμένος να την κάνει ή έστω να την ριψοκινδυνέψει. Για αυτό τον λόγο θα αναγκαστεί να δίνει λόγο στη βάση των κριτηρίων που οι νεοφιλελεύθεροι «θεσμοί» θέτουν. Μπορεί φυσικά να αντιταχθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδέχεται στην πραγματικότητα το status quo αλλά κερδίζει χρόνο περιμένοντας την «αριστερή στροφή» που θα αρχίσει με την εκλογή του PODEMOS, του μόνου πραγματικού σύμμαχου του ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή με αξιώσεις κυβερνητικής εξουσίας. Ακόμα όμως και να έβγαινε αύριο το PODEMOS η συμφωνία που επετεύχθη θα παρέμενε μπούσουλας για τη διαχείριση του. Ας μη γελιόμαστε διακυβεύονται πολλά περισσότερα από τη μοίρα της Ελλάδας και από τη σκοπιά των «θεσμών» η διαπραγμάτευση με τον ΣΥΡΙΖΑ είχε και τον χαρακτήρα προετοιμασίας του εδάφους. Και με τέτοιους όρους το γεγονός παραμένει ότι η παρούσα συμφωνία αποτελεί μια επικύρωση του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αλήθειας.
Πρακτικά όλα αυτά σημαίνουν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα φέρει στην καλύτερη μια πιο χαλαρή λιτότητα. Ακόμα και αυτό μάλιστα είναι υπό αίρεση καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να κερδίσει κάποια αποδοχή από τους «θεσμούς» με το να εμφανιστεί ως αναμορφωτής του ελληνικού κράτους, μέσω της δέσμευσης για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς κλπ. Το πρόβλημα φυσικά είναι ότι η φοροδιαφυγή αποτελεί δομικό στοιχειό της ελληνικής οικονομίας το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο να χτυπηθεί σε βάθος, χωρίς ειδικά να υπάρξει σύγκρουση με τα συμφέροντα του μικρού και μεγάλου κεφαλαίου. Σίγουρα πάντως δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο σε τέσσερις μήνες. Ακόμα όμως και αν παταχθεί η φοροδιαφυγή, αυτό για κανένα λόγο δεν θα αμβλύνει την κοινωνική ανισότητα, τη λιτότητα και την υποτίμηση της εργασίας. Για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν ικανότητα ελέγχου των ροών του κεφαλαίου, αναπροσαρμογή της σχέσης κεφάλαιο-εργασία με μη οικονομικά κριτήρια όπως και μια γενναία αναδιανομή του πλούτου, πολιτικές που εντός του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος αλήθειας προσδιορίζονται ως αδιανόητα και ηθικά καταδικαστέα. Κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ η διαφθορά φαντάζει ξένη προς τις απαιτήσεις απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς, στη πραγματικότητα είναι δομικό σύμπτωμα της και συγκεκριμένα των τεράστιων συμφερόντων και συγκέντρωσης εξουσίας που αναπόφευκτα παράγονται. Για αυτό, άλλωστε, όπου ήρθε ο νεοφιλελευθερισμός ως φορέας εκσυγχρονισμού γιγαντώθηκε και η διαφθορά. Για όλους αυτούς του λόγους η αδυναμία πάταξης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, ενώ τυπικά θα αποτελούν αποτυχία ως προς τις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, θα είναι λειτουργική ως προς την πειθάρχηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης.
Το τι έπεται θα φανεί στο επόμενο διάστημα και ειδικά μετά την πάροδο του τετραμήνου όπου λήγει η «εκεχειρία» και το ελληνικό κράτος συγκεκριμένα θα έρθει μπροστά σε ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές υποχρεώσεις. Η ουσία πάντως δεν αλλάζει: όσο ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο (ή εφόσον εκφράζει ως πολιτική μορφή ένα) πνεύμα «συναίνεσης» με τους «εταίρους» και με τα ντόπια προνομιούχα στρώματα εκ των πραγμάτων θα γίνεται φορέας της αναδιάρθρωσης, άρα και της λιτότητας και υποτίμησης που η τελευταία φέρει. Το μόνο διακύβευμα θα είναι ο βαθμός έντασης τους. Αυτό κάποια στιγμή ενδέχεται να φέρει ένα νέο μαζικό κύμα αγώνων από τα κάτω, καθώς σε μια κοινωνία τεράστιων προβλημάτων, ανισοτήτων αλλά και προσδοκιών, η τρέχουσα υποστήριξη στην κυβέρνηση δεν είναι δεδομένο ότι θα παγιωθεί (πόσο μάλλον εφόσον η δημιουργία διευρυμένων πελατειακών δεσμών είναι μάλλον αδύνατη). Τότε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα γίνει εκ των πραγμάτων υπερασπιστής της ομαλότητας και «των θυσιών που έχει κάνει ο ελληνικός λαός». Τότε επίσης θα δοκιμαστεί πάλι ως προς την εγκυρότητα της και η παρατήρηση του Deleuze: υπάρχει σοσιαλδημοκρατία που όταν χρειαστεί δεν θα βγάλει τα freikorps στο δρόμο;
silence_infinis
[1] Πχ. ‘Τώρα πυροβολούμε και τις εκεχειρίες;’
[2] Υπό αυτό το πρίσμα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η στιγμή που ο λόγος των φόρουμ που γεννήθηκαν την εποχή του κινήματος της αντί-παγκοσμιοποίησης από λόγος ηθικό-πολιτικής κριτικής μιας άνισης ευημερίας γίνεται κυβερνητικός λόγος διαχείρισης μιας κρίσης.
[3] http://www.huffingtonpost.gr/2015/02/20/politiki-keimeno-sumfwnias-_n_6723240.html?1424463911&utm_hp_ref=greece&utm_hp_ref=greece&utm_hp_ref=greece
[4] Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αυτή η παραδοχή δεν αποτελεί δικαίωση του «κόμματος της δραχμής». Φαντάζει λογικό φυσικά ότι χωρίς να κόβεις το δικό σου νόμισμα δεν μπορείς να ασκήσεις αυτόνομη πολιτική, αλλά ο μετασχηματισμός ενός καθεστώτος αλήθειας αφορά πολλά περισσότερα από μια τέτοια αλλαγή νομίσματος, πρώτα από όλα μια κοινωνική/ταξική σύγκρουση στο εσωτερικό ενός κράτους. Στην πραγματικότητα η επιστροφή στην δραχμή όχι μόνο δεν αποτελεί απαραίτητα ρήξη με το νεοφιλελεύθερο καθεστώς αλήθειας αλλά θα μπορούσε να αποβεί και ένα ιδιαίτερα αρνητικό γεγονός για τα εργαζόμενα στρώματα. Στην παρούσα φάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου κάθε «εθνική λύση» μπορεί να χτιστεί μόνο πάνω σε έναν αγωνιστικό εθνικισμό, ο οποίος θα κάνει συμμαχίες με μερίδες του κεφαλαίου και/ή θα οδηγήσει σε μια γενικευμένη και κεντρικά διαχειρίσημη λιτότητα. Η Ε.Ε. ίσως να μην αλλάζει αλλά ούτε υπάρχει διέξοδος σε ένα (έστω σοσιαλιστικό) έθνος-κράτος. Μπορεί αυτό να κάνει ιδιαίτερα δύσκολα τα πράγματα αλλά οι λύσεις δεν δίνονται με το να μην αναγνωρίζουμε το πρόβλημα.