“Εκεί που πιο μεγάλη είναι η βρώμα – Εκεί θα ακούσεις και τα πιο μεγάλα λόγια“
– Bertold Brecht, ‘Μαθαίνοντας τα νέα για το λουτρό αίματος των Τόρυδων στην Ελλάδα’
Στο βιβλίο του Η Συνέχεια των Ελίτ (το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις Antifa Scripta) ο ιστορικός Fritz Fischer υποστήριξε ότι η άνοδος του Γ΄ Ράιχ και η πορεία προς τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν προϊόν μια τομής ή ασυνέχειας στην ιστορία του γερμανικού κράτους.[1] Αντίθετα η τελευταία είχε μια συνέχεια και συνοχή που εξασφαλιζόταν από την ύπαρξη μιας ελίτ που αποτελείτο από τα ανώτερα κομμάτια της αστικής τάξης (ειδικά μεγαλοβιομήχανους και τραπεζίτες), τους αριστοκράτες Junkers (Πρώσοι γαιοκτήμονες) και τα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού (κυβέρνηση, γραφειοκρατία και στρατός). Σύμφωνα με τον Fischer η πολιτική που χάραξε το γερμανικό κράτος ήδη από το 1871 όταν και δημιουργείται υπό την ηγεσία του Otto von Bismarck φέρει τη σφραγίδα αυτής της ελίτ.
Μπορεί κάποιος να εγείρει διαφωνίες με επιμέρους θέσεις του Fischer, πχ. την υποτίμηση της ιδιαιτερότητας της ναζιστικής βίας, μιας ιδιαιτερότητας φυσικά που δεν αναιρεί την ένταξη της στη γερμανική ιστορία ή ευρύτερα στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα.[2] Η δική μου ένσταση πάνω από όλα αφορά την υποτίμηση των εξεγερτικών και αιματοβαμμένων χρόνων 1918-1921 όταν ένα (μειοψηφικό αλλά σημαντικό) κομμάτι του οργανωμένου προλεταριάτου προσπάθησε ανεπιτυχώς το άλμα μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Ειδικά στο χρόνο που διαμεσολάβησε της κατάρρευσης του Kaisereich και της δημιουργίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, υπήρξε στη Γερμανία μια σύντομη περίοδος δυαδικής εξουσίας κατά την οποία η τεράστια πλειοψηφία της εργατικής τάξης είδε στα Räte (εργατικά συμβούλια) τους φορείς ενός ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του γερμανικού κράτους. Κατά πόσο τα συμβούλια μπορούσαν να συνυπάρξουν με το Reichstag (Κοινοβούλιο) ή έπρεπε να αξιώσουν το σύνολο της εξουσίας, κατά το πρότυπο της Σοβιετικής Ρωσίας, είναι ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο όμως δεν μας αφορά επί της παρούσης. Το επίδικο εδώ είναι ότι για μια (έστω σύντομη) περίοδο μέσω της δραστηριότητας της ξεσηκωμένης εργατικής τάξης εμφανίστηκε ως υπαρκτή διακύβευση μια βαθειά τομή στη συνέχεια του γερμανικού κράτους. Αυτή η τομή δεν πραγματοποιήθηκε για διάφορους λόγους και όχι απλά λόγω της στάσης των Σοσιαλδημοκρατών, αν και πάλι ο Fischer φαίνεται να προσπερνάει κάπως εύκολα ότι η “συνέχεια των ελίτ” επετεύχθη ως ένα βαθμό επειδή το SPD την επιδίωξε συνειδητά εις βάρος των εργατικών συμβουλίων. Πάντως όταν ξεπερνιέται το σοκ της κατάρρευσης του Kaisereich και υποχωρεί η εξεγερτική ορμή του προλεταριάτου ο Fischer έχει εν πολλοίς δίκιο ότι η ελίτ (ή όπως το ονομάζει ο Robert Paxton στη δική του Ανατομία του Φασισμού το “συντηρητικό κατεστημένο”),[3] αναλαμβάνει πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων και καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Όπερ και σημαίνει, ο Fischer ορθά καταλήγει ότι η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα εν τέλει απέτυχε να αλλάξει ή να επηρεάσει εις βάθος τις δομές εξουσίας που χαρακτήριζαν το γερμανικό κράτος.
Οι ιστορικές αναλογίες είναι πάντα ριψοκίνδυνες, και ειδικά οι αναλογίες της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα με αυτές τις Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι οποίες λόγω κρίσης και ανόδου της Χρυσής Αυγής έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς τα τελευταία χρόνια. Πέρα από οτιδήποτε στην Ελλάδα δεν είχαμε κάποια καθεστωτική αλλαγή ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία μέσα από κάποια επαναστατική διαδικασία. Από την άλλη όμως, υπάρχουν ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία σύγκλισης που κάνουν τη γερμανική περίπτωση παραδειγματική για το τι γίνεται σήμερα στην Ελλάδα. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει μια επανάληψη του τι έγινε στη Γερμανία τον μεσοπόλεμο· το αναλυτικό πλαίσιο όμως που χαράσσει ο Fischer είναι χρήσιμο.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να γίνει κυβέρνηση αυτό προφανώς έχει να κάνει με τη πολιτική κρίση αντιπροσώπευσης που συνόδευσε το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2010, και ειδικά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Το να λέμε όμως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση απλά επειδή “τσίμπησε τις ψήφους των Πασόκων” είναι εξαιρετικά απλοϊκό. Η εντυπωσιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται και στο ότι συμμετείχε και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη του “αντί-μνημονιακού” κινήματος της διετίας 2010-2012, με σημείο αιχμής τους Αγανακτισμένους. Όπως έχει σημειωθεί, από αυτή τη σκοπιά ο ΣΥΡΙΖΑ (και στην Ισπανία αντίστοιχα το Podemos) αξιώνει και θέτει ως κεντρικό του στοίχημα ότι μπορεί να αξιοποιήσει το δυναμικό και την ενέργεια του από τα κάτω κινήματος για να επιτύχει έναν από τα πάνω εκδημοκρατισμό που θα μπορέσει να αντισταθεί επιτυχώς στον νεοφιλελευθερισμό και να δημιουργήσει ένα νέο δικαιότερο μοντέλο συσσώρευσης και ανάπτυξης.
Αυτή όμως είναι μόνο μια διάσταση του φαινόμενου ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ναι μεν η άνοδος του τελευταίου συνδέεται με τις κινηματικές διαδικασίες των τελευταίων χρόνων αλλά ο τρόπος και ο χρόνος που ανέβηκε στην εξουσία εξέφρασαν την εξάντληση αυτών των κινηματικών διαδικασιών και την αδυναμία τους να μπλοκάρουν την αναδιάρθρωση που επικύρωσαν τα Μνημόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως επανειλημμένως τονίστηκε, στρογγύλεψε τόσο πολύ τον λόγο του μεταξύ των εκλογών του 2012 και του 2014. Αντίθετα αυτό εξέφρασε τη βούληση της ηγετικής ομάδας του να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του ντόπιου κεφαλαίου, του κρατικού μηχανισμού, των ξένων δυνάμεων αλλά και των πιο συντηρητικών κομματιών της ελληνικής κοινωνίας. Είναι εντός αυτού του πλαισίου που ο Τσίπρας διακήρυξε τη “συνέχεια του κράτους”.[4] Πολύ πέρα από μια ρητορεία προς άγρα ψήφων αυτή η δήλωση συμπύκνωσε μια συνειδητή πολιτική, παρόμοια τηρουμένων των αναλογιών με αυτή του SPD το 1918. Αυτή η πολιτική χαρακτήρισε τόσο την προεκλογική εκστρατεία όσο και επιλογές μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, πχ. τη τοποθέτηση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένες θέσεις.
Το ζήτημα εδώ είναι ότι η “συνέχεια του κράτους” υποδηλώνει συγχρόνως και τη συνέχεια των κυρίαρχων δυνάμεων εντός του, δηλαδή και τη συνέχεια των ελίτ. Τουτέστιν, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση μπορεί να έφερε μια αναστάτωση και αβεβαιότητα στους ντόπιους φορείς εξουσίας αλλά δεν πείραξε ούτε στο ελάχιστο τις δομές εξουσίας όπου αυτοί εντάσσονται και προσπαθούν να αναπαράγουν. Το μεγάλο ντόπιο κεφάλαιο, τα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού (από τα Πανεπιστήμια ως την Αστυνομία), το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, όλοι αυτοί συνεχίζουν να διαμορφώνουν σε τεράστιο βαθμό την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο λόγο. Είναι ακριβώς η δραστηριότητα αυτού του «ντόπιου κατεστημένου» που βλέπουμε να εντείνεται τις τελευταίες μέρες με σημείο αιχμής το προπαγανδιστικό ντελίριο των ΜΜΕ. Η κυβέρνηση (ή για την ακρίβεια ο ΣΥΡΙΖΑ), εν μέσω της πίεσης που δέχεται από το εξωτερικό, βάλλεται αλλεπάλληλα για την “ανοχή” που δείχνει σε μια σειρά θέματα και ειδικά το μεταναστευτικό και τις δράσεις των (κατά τα ΜΜΕ) “αντιεξουσιαστών”. Η χρήση της έννοιας ντελίριο δεν είναι μεταφορικός αλλά διαγνωστικός καθώς μιλάμε για έναν λόγο πραγματικά σε κατάσταση εμμονής και παροξυσμού. Αλλά αυτό ουδόλως τον κάνει παράλογο καθώς δεν πρέπει να συγχέουμε ψυχικά φαινόμενα όπως η υστερία, το ντελίριο, η παράνοια κλπ. με τις ατομικές παθολογικές εκδηλώσεις τους. Αντίθετα, παράγεται συστηματικά η εικόνα μιας χώρας (άρα και ενός εθνικού σώματος) που απειλείται εξωτερικά και εσωτερικά κάτι που επιτρέπει το να εγκαλείται η κυβέρνηση για την αδυναμία της να πατάξει αυτή τη διευρυμένη ανομία. Ο στόχος όμως δεν είναι να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και αυτό μπορεί να τεθεί κάποια στιγμή με όλο και πιο επιτακτικούς όρους. Η βασική επιδίωξη της ντόπιας ελίτ είναι η συνέχεια της αναδιάρθρωσης με τους όρους που αυτή γινόταν, κάτι που φυσικά περιλαμβάνει την συνέχιση και εμβάθυνση του πολιτικού αυταρχισμού. Για αυτό δημιουργείται και η εικόνα μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή είναι στη μέση, κάτι πιστεύω που εκφράζεται και στον εσωτερικό του διχασμό, ως είθισται να συμβαίνει σε αριστερά κόμματα όταν αναλαμβάνουν θέσεις εξουσίας. Από αυτή τη σκοπιά η δράση του αναρχικού χώρου, πέρα από ενστάσεις σε ορισμένα σημεία πράξης και λόγου, καταφέρνει να φέρει αυτή τη κεντρική αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ στο προσκήνιο: η συνέχεια του κράτους και ο εκδημοκρατισμός του μέσω της κινηματικής ενέργειας είναι δυο αντιφατικές γραμμές πολιτικής, όπως ακριβώς αντιφατικές είναι η δημοσιονομική συνέπεια με την κοινωνική πολιτική. Εφόσον ενας συμβιβασμός από τους φορείς εξουσίας δεν φαίνεται πιθανός, ο ΣΥΡΙΖΑ είτε θα αποδεχθεί και τυπικά τη “συνέχεια των ελίτ” γινόμενος μέρος τους είτε θα έρθει σε ρήξη με αυτές, με πιθανό φυσικά το ενδεχόμενο εσωτερικής διάσπασης και αποχώρησης των αριστερών τάσεων. Το σενάριο της ρήξης θα έχει προφανώς σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις και επιπτώσεις καθώς δεν μιλάμε για μια “δράκα κακών” αλλά για βασικούς φορείς και δομές εξουσίας. Ακόμα χειρότερα μιλάμε για εκπροσώπους μιας λογικής που έχει σημαντικά ερείσματα στα περιλάλητα “λαϊκά στρώματα”, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αξιώνει να αγκαλιάσει μέσα από σχήματα εθνικής σωτηρίας. Πάντως, όπως το SPD έμαθε στο πετσί του (χωρίς όμως να υπάρχει κάποιος να κλάψει για αυτό) υπάρχουν στιγμές όπου μόνο μια αυθεντικά δεξιά κυβέρνηση μπορεί να σηκώσει το βάρος των επιλογών των κυρίαρχων ελίτ. Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα μπροστά στην όξυνση της επίθεσης από τη μεριά των τελευταίων είναι η κινηματική δραστηριότητα να ενταθεί, φέρνοντας μπροστά τις αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα πιο καθαρά. Όχι φυσικά για να αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ, λες και η αποτυχία καθαυτή λέει κάτι (όπως αφελώς ένα κομμάτι του χώρου πιστεύει). Το ζήτημα είναι η περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση γραμμών αντιπαράθεσης και φυγής από την κρατούσα κατάσταση, η οποία αυτή τη στιγμή ορίζεται από τη βίαιη οικονομική αναδιάρθρωση και την ολοκλήρωση μιας αυταρχικής “μεταδημοκρατίας”. Όσο φυσικά τέτοιες γραμμές αντιπαράθεσης και φυγής αυξάνουν τόσο θα οξύνεται και το ντελίριο του κυρίαρχου λόγου. Και όποιος επιδιώκει τη συνέχεια του κράτους θα πρέπει να λουστεί και τον βόθρο των ελίτ που την εξασφαλίζουν.
[1] F. Fischer, Η Συνέχεια των Ελίτ: Από την Αυτοκρατορία στο Τρίτο Ράιχ, (Αθήνα: Antifa Scripta, 2014).
[2] Αυτή την ένταξη έχει καταδείξει με εξαιρετικό τρόπο ο Enzo Traverso στο Οι Ρίζες της Ναζιστικής Βίας, μτφ. Νίκος Κούρκουλος, (Αθήνα: Εκδόσεις του 21ου, 2013).
[3] R. Paxton, Η Ανατομία του Φασισμού, μτφ. Κατερίνα Χαλμούκου, (Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος, 2006).