
Είναι στην φύση της κλασσικής μαρξιστικής πολιτικής να περιφρονεί τη δυναμική που έχουν ζητήματα που άπτονται του «εποικοδομήματος».
Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο να γίνονται γραφικά μέσα σε μια ξύλινη ιδεολογικοποίηση αλλά και η εγκατάλειψη ολόκληρων κοινωνικών τόπων που συχνά έχουν το ειδικό βάρος να καθορίσουν εξελίξεις.
Αντίθετα ο αναρχισμός, ο ζωντανός μαχόμενος αναρχισμός, έχει και την «πολιτική ελευθερία» και τα θεωρητικά εργαλεία και την φύση να παρέμβει εκεί που σε πρώτη όψη δεν διακρίνει κανείς ούτε τον «ταξικό» παράγοντα, ούτε τον «πολιτικό».
Τα γήπεδα, και πιο συγκεκριμένα οι άνθρωποι των κερκίδων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ποιος να ασχοληθεί και γιατί με 22 αθλητές που διαγωνίζονται σε μια πίστα εκατομμυρίων ευρώ, μια αντιπαραγωγική και παρασιτική πίστα γεμάτη από ότι πιο λούμπεν μπορεί να γεννηθεί στον κόσμο του κεφαλαίου; Γιατί να πάρει κανείς σοβαρά την ψευδή και ανορθολογική οπαδική ταυτότητα; Γιατί να λερώσει κανείς τα χέρια του με τις αγριότητες και την παράνοια των χουλιγκάνων;
Αν ένας «σοβαρός επαναστάτης» δεν βρίσκει λόγο για όλα αυτά, βρίσκουν λόγο οι φασίστες και αν κοιτάξει κανείς ακόμα και στη Βαλκανική γειτονιά μας θα διαπιστώσει πόσο καλά τα έχουν καταφέρει. Παντού εκτός από την Ελλάδα…
Πατώντας πάνω στη συγγένεια του εκδοχών του ανορθολογισμού όπως για παράδειγμα τη σχέση ανάμεσα στον εδαφικό εθνικισμό και τον εθνικισμό του συλλόγου οι φασίστες έχουν πλεονέκτημα σε τέτοιους τόπους. Αβαντάροντας και στηρίζοντας ότι πιο αντιδραστικό, πατριαρχικό, αντικοινωνικό με την ανεση που έχει κάποιος που είναι από τη φύση του αντιδραστικός, πατριαρχικός και αντικοινωνικός βρίσκουν στους οπαδικούς κύκλους την κύρια πύλη στρατολόγησης για τους στρατούς του πεζοδρομίου.
Στην ελλάδα όμως τα πράγματα είναι αλλιώς. Η παραδοσιακή σχέση του αναρχικού κινήματος με την άγρια νεολαία, σχέση που σφυρηλατήθηκε για δεκαετίες στις μάχες με την αστυνομία, στην καταστολή και την αλληλεγγύη, στην άρνηση του μικροαστισμού της οικογένειας και στα τρελόχαρτα, στα δικαστήρια και στις φυλακές έγινε η πόρτα που τρώνε στα μούτρα τους οι φασίστες σχεδόν σε όλους τους αθλητικούς συλλόγους. Παρά την υποστήριξη προέδρων σαν τον Μαρινάκη, παρά τις «γαλάζιες στρατιές» και τα οχλοκρατικά σφαξίματα μεταναστών στις νίκες τις εθνικής ελλάδας οι φασίστες αδυνατούν να ριζώσουν στα γήπεδα. Αδυνατούν να χτίσουν το λούμπεν στρατό που τόσο έχουν ανάγκη για την εκτός κοινοβουλίου πολιτική τους. Εκδιώκονται και χτυπιούνται όπου εμφανιστούν έχοντας χάσει ακόμα και παραδοσιακά τους κάστρα όπως αυτό του Αρη Θεσσαλονίκης.
Η επι δεκαετίες πολιτική των αναρχικών (άλλωτε συνειδητή, άλλοτε ως αποτέλεσμα κοινωνική όσμωσης) προσέγγισης των χουλιγκάνων λειτουργεί σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά αντισώματα στην εξάπλωση της φαιάς πανούκλας.
Κι ας έχει τόσο συκοφαντηθεί γιαυτή τη σχέση το αναρχικό κίνημα: τώρα που είναι η μόνη πολιτική δύναμη με επιροή στα πιο μαχόμενα νεολαιίστικα κομμάτια, που είναι η μόνη δύναμη που χτυπάει αλύπητα το φασισμό εκεί ακριβώς που αυτός έλπιζε να κυριαρχήσει εύκολα, στο πεζοδρόμιο, τώρα το αναρχικό κίνημα μπορεί να δείξει ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο σε όλους τους by the book «επαναστάτες». Στον πραγματικό κόσμο του αγώνα το αποτέλεσμα είναι πάντα κάτι που τελικά σε δικαιώνει…