“Για τις ανθρώπινες σχέσεις μη γελάς, μη κλαίς, μην αγανακτείς, αλλά κατανόησε”.
- Baruch Spinoza
Σε ένα επίπεδο εντυπώσεων είναι ξεκάθαρο ότι η δράση ενάντια στον Βαρουφάκη ήταν μια παντελής αποτυχία. Η εικόνα-αφήγηση δείχνει ένα άτομο περικυκλωμένο από ένα πλήθος το οποίο χυδαιολογεί. Το άτομο όμως διαχειρίζεται την κατάσταση με έναν ψύχραιμο τρόπο και όχι μόνο δεν φεύγει αλλά καταλήγει να πιάνει και κουβέντα με το πλήθος. Βαρουφάκης ο γητευτής των αναρχικών.
Το επίπεδο των εντυπώσεων για μια δημόσια δράση δεν πρέπει να υποβαθμίζεται. Αλλά ούτε να υπερτονίζεται καθώς το πώς αξιολογείται η δράση δεν μας εξηγεί ούτε αν επί της αρχής ήταν θεμιτή ούτε τον χαρακτήρα της. Αναμενόμενα εντός του αναρχικού χώρου, για να περιορίσουμε λίγο το πεδίο αναφοράς μας, οι απόψεις διίστανται, ενώ εξίσου αναμενόμενα η συζήτηση, με λίγες σημαντικές εξαιρέσεις, έχει πολωθεί σε άγονες πολεμικές.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς στη συγκεκριμένη δράση μια επένδυση στον χώρο, τα Εξάρχεια ως “δικός μας” τόπος στον οποίο κάποιοι δεν χωρούν. Από μια αφηρημένη άποψη δικαιωμάτων αυτό μοιάζει καταδικαστέο. Αλλά πως αλλιώς θα μπορούσε να είναι; Ή γιατί να είναι αλλιώς; Η πόλη, ενάντια στην φιλελεύθερη οπτική αλλά και σε πείσμα συγκεκριμένων πολιτικών εξευγενισμού, δεν είναι μια λεία επιφάνεια κίνησης και συναλλαγής μεταξύ ατόμων, αλλά ένα ανισόπεδο πεδίο συλλογικών (ταξικών και πολιτικών) εντάσεων, αντιφάσεων και συγκρούσεων. Όπως εδαφικοποιείται η κυριαρχία, η νομιμότητα, το προνόμιο, έτσι εδαφικοποιείται η οργή, η απόκλιση, οι αντιστάσεις. Τα Εξάρχεια αποτελούν μια τέτοια ιδιαίτερη εδαφικοποίηση, έναν τόπο αγώνα, πειραματισμού και αναζήτησης που (όντως ευτυχώς) δεν είναι για όλους. Από την άλλη όμως, κάθε εδαφικοποίηση κρύβει και τον κίνδυνο παραγωγής ενός μικρού ή μεγάλου τσιφλικιού που αυτό-νομιμοποιεί την δράση όσων κρατούν τα μπόσικα. Το θέμα δεν είναι μόνο ποιος χωράει και ποιος όχι σε ένα χώρο αλλά και ποιος αποφασίζει για αυτό. Ας θυμίσουμε απλά εδώ τον ξυλοδαρμό του Solup επειδή είχε άσπρο κράνος ή τον ιδιαίτερα άγριο ξυλοδαρμό ενός έγχρωμου dealer.
Το ζήτημα του χώρου ως πεδίο σχέσεων εξουσίας διανοίγει την πολιτική διάσταση του πεσίματος στον Βαρουφάκη. Τραμπουκισμός ή αντιβία; Γιατί όμως πρέπει να είναι ή το ένα ή το άλλο; Γιατί πρέπει να απορρίψουμε ή να επικροτήσουμε, να καταδικάσουμε ή να δικαιώσουμε λες και βρισκόμαστε σε κάποιο δικαστήριο; Στην Ελλάδα, με σημείο πύκνωσης τα Εξάρχεια, έχει παραχθεί ιστορικά μια συνάντηση και όσμωση (ή μπόλιασμα) μεταξύ της αναρχίας ως πολιτική τάση και της νεολαιίστικης μητροπολιτικής βίας. Αυτή η όσμωση/μπόλιασμα ανοίγει ιδιαίτερες και γόνιμες δυνητικότητες, ειδικά σε εξεγερσιακές περιόδους. Την ίδια στιγμή όμως ανοίγει και ένα πλήθος προβλημάτων και κινδύνων. Η “είτε/είτε” λογική δεν βοηθά στην ανάδειξη ούτε της μίας, ούτε της άλλης διάστασης.
Για να το πούμε ξερά: όσο προβληματικό είναι να αποπολιτικοποιείς μια συλλογική δράση μέσα από υπερβατικές ηθικές κατηγορίες άλλο τόσο προβληματικό είναι να πολιτικοποιείς το καγκουριλίκι σύμφωνα με τις δικές σου ευαισθησίες. Ο αναρχικός χώρος ειδικά έχει μια πονεμένη ιστορία. Από τη φετιχοποίηση της “άγριας νεολαίας” και του “εξεγερμένου προλεταριάτου” που έφτασε στο αποκορύφωμα της μετά τον Δεκέμβρη του 2008, στα κείμενα-καρμπόν μετά την Μαρφίν που καταδίκαζαν τα “ζιζάνια” που σπιλώνουν το όνομα της αναρχίας μαζί με τις απαραίτητες δόσεις εξιλεωτικού αυτό-μαστιγώματος. Και στις δύο περιπτώσεις η ίδια εμμονή ένταξης των φαινομένων σε σχηματικές νόρμες αντί για μια κριτική κατανόηση τους, ειδικά στον τρόπο που αποτυπώνουν τις δυνάμεις και τα προβλήματα της προαναφερθείσας όσμωσης.
Δυστυχώς (;) η πραγματικότητα με τις αντιφάσεις και εντάσεις που τη συγκροτούν δεν μπαίνει σε κουτάκια που τακτοποιούν το καλό και το κακό κατά το δοκούν. Η απόσταση μεταξύ “κοινωνικής αντιβίας” και “κοινωνικού κανιβαλισμού” είναι αρκετά πιο κοντά από όσο θέλουμε να πιστεύουμε, ειδικά στα Εξάρχεια. Το ίδιο εγγύς είναι και η απόσταση του ηθικού ατόμου που αρνείται την αντικοινωνική βία με αυτήν του παπά που υποτάσσεται στον Νόμο που ενδόμυχα αγαπάει . Όπως φυσικά (για να κάνουμε και λίγη αυτοκριτική) εγγύς είναι η απόσταση μεταξύ του κριτικού στοχαστή του υπαρκτού με τον τιμητή των πάντων. Δύσκολο αλλά σημαντικό να υπάρχει προσπάθεια να τηρούνται οι αποστάσεις.