Ανατρέχοντας σε οποιοδήποτε λεξικό, οποιασδήποτε γλώσσας, κάθε άνθρωπος μπορεί να βρει ακριβέστατους ορισμούς εννοιών, όπως “φιλανθρωπία” και “αλληλεγγύη”. Σε μία εγκυκλοπαίδεια θα βρει περισσότερες πληροφορίες για το περιεχόμενο αυτών τον ορισμών. Τίποτε άλλο, όμως, δεν θα του δώσει αυτό που μόνο η δράση του στην κοινωνία μπορεί: την κατανόηση των περιεχομένων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι βλέποντας έναν πεινασμένο άστεγο θα νιώσουν περίεργα. Θα αισθανθούν αυτόματα, αντανακλαστικά ίσως, κάπως δυσάρεστα. Είναι λίγο περισσότεροι εκείνοι που θα αισθανθούν και μία θλίψη, λύπηση ίσως, για τον “καημένο που του πήγαν όλα στραβά και βρέθηκε στον δρόμο δίχως μια μπουκιά ψωμί”. Θα σκεφτούν όλα αυτά, θα του προσφέρουν αυτό το κάτι που θα μπορούν εκείνη τη στιγμή και θα συνεχίσουν τον δρόμο τους, λίγο προβληματισμένοι και σίγουρα λίγο πιο ανάλαφροι. Θες επειδή θα έχουν μόλις κάνει μια καλή πράξη, θες επειδή “δόξα τω Θεώ, εμείς καλά είμαστε, υπάρχουν και χειρότερα”; Σε κάθε περίπτωση, η ζωή συνεχίζεται. Και καλά κάνει.
Υπάρχει βέβαια και η πιο αναβαθμισμένη αντίδραση στη θέα του φτωχού. Η αντίδραση εκείνων που είναι σε εξαιρετικά προνομιούχο θέση -κοινώς τους τρέχουν τα ευρά από τα μπατζάκια- και δεν θα περιοριστούν στην προσφορά μιας τυρόπιτας ή ενός ευρώ. Θα κάνουν κάτι…θεαματικό: θα του δώσουν λ.χ. 100 ευρώ! Αυτοί, σίγουρα, θα νιώσουν πολύ πιο ανάλαφροι από τους πρώτους.
Βαθμηδόν, κάπως έτσι, φτάνουμε και στην κατηγορία “Μαριάννα Βαρδινογιάννη”. Εδώ, χοντραίνει η φάση. Πλέον μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, για ιδρύματα, για ανακούφιση των φτωχών, για περίθαλψη των ασθενών, για χαρά στους μελλοθάνατους. Από το ένα χέρι, διότι το άλλο είναι απασχολημένο με το να συντηρεί τις εξαθλιωτικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων που κατοπινά θα ευεργετήσει μεγαλόψυχα.
Τα κίνητρα όλων των παραπάνω “ομάδων” δεν είναι απολύτως κοινά. Φυσικά, ο μισθωτός των 500 ευρώ που προσφέρει μία τυρόπιτα στον άστεγο δεν έχει το ίδιο κίνητρο με τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη όταν κάνει το αντίστοιχο. Υπάρχουν και αγαθά κίνητρα όταν δεν είσαι μεγαλοκαρχαρίας. Το ζήτημα όμως, δεν είναι τα κίνητρα, δεν είναι το “γιατί”. Το ζήτημα είναι -και είναι αυτό σε κάθε κοινωνική δράση του ανθρώπου ή θα όφειλε να είναι- το “προς τι”.
Οι φιλάνθρωποι (και ίσως κατά περίπτωση συμπαθέστατοι φίλοι, γνωστοί μας, οικογένειά μας, κι εμείς οι ίδιοι κάποτε ή και τώρα) περιορίζουν τη δράση τους στην προσφορά. Η προσφορά, όμως, αποτυπώνει πάντοτε μια ανισότητα. Δεν την προκαλεί, συνήθως, αλλά την εκδηλώνει. “Εγώ έχω κι εσύ όχι, οπότε πάρε κάτι από τα δικά μου, καληνύχτα και καλή τύχη”. Φυσικά και αυτό το “κάτι από τα δικά μου” είναι πολύ πιθανό να ανακουφίσει τον άνθρωπο που υποφέρει. Προσωρινά μεν, αλλά όχι αμελητέα. Σίγουρα, όμως, ανακουφίζει περισσότερο εκείνον που προσφέρει. Ας παραδεχτούμε ότι η ενοχή, καλώς ή κακώς φυτεμένη, ξεπλένεται εύκολα με λίγη φιλανθρωπία και μη έχοντας πολιτικές προεκτάσεις ώστε να προβληματίζει -και ευκταία να ριζοσπαστικοποιεί- είναι ένα ισχυρό παυσίπονο για κάθε πάσχουσα συνείδηση.
Στην περίπτωση, λοιπόν, αυτή έχουμε μια ξεκάθαρα άνιση σχέση ανάμεσα στον ευεργέτη και τον ευεργετημένο. Μια κατακόρυφη (ιεραρχική) σχέση μεταξύ του ελεήμονα και του ευγνώμονα. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ευεργέτης είναι απαραίτητα ένας κακός άνθρωπος, με μάτια που πετούν φωτιές και γλώσσα δράκου. Σημαίνει, απλώς, ότι ο ευεργέτης δεν αισθάνεται καθόλου άβολα με αυτόν του τον ρόλο. Οι λόγοι μπορεί να είναι δεκάδες, δεν είναι στόχος αυτού του άρθρου να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό προφίλ των φιλάνθρωπων (και δεν θα μπορούσε άλλωστε).
Στον αντίποδα της φιλανθρωπίας και μάλιστα ανταγωνιστικά προς αυτή, αναδύεται η αλληλεγγύη.
Ο αλληλέγγυος άνθρωπος διαφέρει από τον φιλάνθρωπο σε πολλά. Ο αλληλέγγυος θεωρεί εξίσου σημαντική την ανακούφιση του ανθρώπου που υποφέρει αλλά δεν τον αντιμετωπίζει από τη θέση ισχύος που του παρέχει η καλύτερή του κατάσταση έναντι του άλλου. Ως εκ τούτου, δεν απασχολείται μόνο με το πώς θα του δώσει ένα πιάτο φαΐ σήμερα αλλά αγωνίζεται διαρκώς ώστε να υπάρχει ένα πιάτο φαϊ κάθε μέρα, για όλους. Αυτό δεν τον καθιστά έναν “φιλάνθρωπο διαρκείας” διότι αυτός ο αγώνας του -σε αντίθεση με τη φιλανθρωπία- έχει κοινωνικά χαρακτηριστικά, έχει στόχευση, έχει συνειδητά κίνητρα και πώς να το κάνουμε, έχει και προϋποθέσεις.
Αλληλεγγύη για κάθε πολιτικοποιημένο άνθρωπο σημαίνει “μοιράζομαι μαζί σου ό,τι έχω και μαζί αγωνιζόμαστε στο εξής μέχρι την εξάλειψη της αιτίας”. Ο αλληλέγγυος μέσα από τη δράση του δεν παύει να προωθεί τον αγώνα της ζωής του, δεν παύει να διαχέει τις ιδέες του για μια καλύτερη κοινωνία και συνεχίζει να αγωνίζεται ενάντια στις αιτίες των προβλημάτων που οδηγούν τους ανθρώπους να είναι ή να γίνονται αλληλέγγυοι. Ο ένας με τον άλλον. Όχι ο ένας προς τον άλλον.
Η αλληλεγγύη, λοιπόν, είναι μια ξεκάθαρα ισότιμη σχέση, οριζόντια (μη ιεραρχική). Δεν “προσφέρει” ο ένας στον άλλο. Αγωνίζεται ο ένας με τον άλλον. Μόνο που για να αγωνιστούμε μαζί, πρέπει να ζυμωθούν οι σκέψεις μας, πρέπει να συζητήσουμε, να πονέσουμε μαζί, να πιαστούμε χέρι με χέρι και να αποφασίσουμε προς τι θέλουμε να αγωνιστούμε. Αν δεν θέλουμε να αγωνιστούμε για ένα έστω ελάχιστο κοινό πράγμα, δεν μπορούμε να είμαστε αλληλέγγυοι.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως η αλληλεγγύη είναι προνόμιο των αναρχικών, για παράδειγμα. Ωστόσο, κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος που πιστεύει πως ορθώς υπάρχουν σύνορα και κράτη να είναι αλληλέγγυος προς εκείνον που διώκεται εξ αιτίας αυτών; Είναι χονδροειδές το παράδειγμα αλλά είναι ενδεικτικό. Φιλάνθρωπος φυσικά και μπορεί να είναι και σίγουρα μπορεί να ανακουφίσει προσωρινά έναν πρόσφυγα δίνοντάς του στέγη και τροφή. Αν, όμως, την επόμενη μέρα συνεχίζει να στηρίζει το Κράτος με την ψήφο του, την ανοχή του, τη στήριξη των θεσμών και των κρατικών δομών, επί της ουσίας ανακουφίζει έναν πρόσφυγα και συναινεί στη μελλοντική δημιουργία χιλιάδων άλλων. Άρα, θα κοιμηθεί λίγο πιο ήσυχος το βράδυ για την καλή του πράξη (και που όντως θα έχει κάνει από καρδιάς) αλλά αν δεν ριζοσπαστικοποιηθεί μέσω αυτής, ο αγώνας δεν θα γίνει ποτέ κοινός και η φιλανθρωπία δεν θα μετουσιωθεί ποτέ σε αλληλεγγύη.
Τα πράγματα, για όσους και όσες αυτοπροσδιορίζονται ως αλληλέγγυοι/ες γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν στο όνομα της αλληλεγγύης γίνεται χρήση μέσων εχθρικών προς αυτήν και μάλιστα συντηρώντας μια ψευδαίσθηση πως μπορεί να γίνει λελογισμένη χρήση αυτών και να υπάρξει όφελος για τον αγώνα. Εξάλλου, το ζήτημα της συνοχής μέσων και σκοπών συνεχίζει να αναδύεται με κάθε ευκαιρία. Οι πολιτικές επιλογές είναι δημόσιες και άρα διαρκώς υπό την κρίση όλων, πολλώ δε μάλλον υπό την κρίση των άλλων αλληλέγγυων.
Μία κατάληψη δημόσιου ή και ιδιωτικού χώρου προς στέγαση προσφύγων και μεταναστρών/ριών αποτελεί εξ ορισμού μία κίνηση με κοινωνικά χαρακτηριστικά και σίγουρα συμβάλλει -πάλι εξ ορισμού- στην ανακούφιση κάποιων (δεν έχει σημασία αν είναι λίγοι ή πολλοί) ανθρώπων. Όταν γίνεται και από ανθρώπους οι οποίοι είναι πολιτικοποιημένοι, προφανώς το λογικό και αναμενόμενο είναι να αντανακλά και αυτά τα πολιτικά χαρακτηριστικά που τα υποκείμενα φέρουν. Υπάρχει πάντα η περίπτωση να μην έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι απολύτως κοινή πολιτική σκέψη, οπότε το λογικό και αναμενόμενο πάλι είναι να ζυμωθούν μεταξύ τους ώστε να διαμορφώσουν τουλάχιστον κάποια ελάχιστα ως κοινά. Αν δεν συμβούν όλα αυτά, τότε προφανώς θα μιλάμε για μία φιλανθρωπική στέγαση ανθρώπων και όχι για μια κίνηση αλληλεγγύης, μιας και εκείνοι/ες που προέβησαν σ’ αυτήν είναι πιθανόν να μη στοχεύουν καν στην κατάργηση των αιτιών ή -ακόμη χειρότερα- να μη συμφωνούν στο ποια είναι αυτά τα αίτια.
Για παράδειγμα, αν προβεί σε μία κοινή κατάληψη μια αναρχική συλλογικότητα και μία αριστερή νεολαία, προφανώς δεν θα υπάρχει ούτε η μίνιμουμ πολιτική συμφωνία για τα αίτια του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που θα στεγαστούν. Άρα, πώς θα υπάρξει κοινός αγώνας μαζί τους και πώς η κίνηση αυτή θα μετουσιωθεί σε κάτι παραπάνω από φιλανθρωπία; Ή μήπως υπάρχει ποτέ περίπτωση ένας αναρχικός να συμφωνήσει με έναν αριστερό στο αν φταίει ή όχι η ύπαρξη Κράτους και στο αν υπάρχει δυνάμει “καλό” Κράτος;
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν να είναι μια πολυτελής συζήτηση “την ώρα που κοιμούνται μωρά στον δρόμο”, εξ ίσου πολυτελής είναι και η προσέγγιση του να προσφέρουμε κρεβάτι σ’ αυτά που έτυχε να βρεθούν κοντά μας, χωρίς ταυτόχρονα να προωθούμε τον αγώνα μας ενάντια στα αίτια (όποια κι αν θεωρεί κανείς ότι είναι αυτά) που θα οδηγήσουν χιλιάδες άλλα στην ίδια κατάσταση.
Σίγουρα υπάρχουν πολλές αντιλήψεις στο πώς προωθείται ένας αγώνας. Οι αναρχικοί διαφοροποιούνται από τους αριστερούς, για παράδειγμα, στο προαναφερθέν ζήτημα της συνοχής μέσων και σκοπών.
Τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. αποτελούν ανέκαθεν έναν ισχυρό βραχίονα του Κράτους και του Κεφαλαίου. Δίχως αυτά, το Κράτος και το Κεφάλαιο θα δυσκολεύονταν πολύ να προπαγανδίσουν υπέρ του πατριωτισμού, του εθνικισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας κι έτσι θα δυσκολεύονταν ταυτόχρονα να υλοποιήσουν την ατζέντα τους δίχως να έχουν πρώτα καταστείλει τα αντανακλαστικά της κοινωνίας.
Πώς γίνεται λοιπόν να θεωρηθεί -κατά περίπτωση έστω- βοηθητικό προς τους άμεσα θιγόμενους ανθρώπους το να επιτραπεί η είσοδος καθεστωτικών Μ.Μ.Ε. -και μάλιστα εκείνων που εντόνως εδώ και χρόνια προπαγανδίζουν υπέρ νεοναζιστικών αντιλήψεων- σε έναν χώρο όπως μια Κατάληψη στέγης προσφύγων και μεταναστών/ριών όπως αυτή στο City Plaza; Βοηθητικό προς τι; Ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν κινηματικά μέσα και δομές αντιπληροφόρησης τα οποία συμβάλλουν καθοριστικά τόσο στην απαιτούμενη δημοσιοποίηση των εγχειρημάτων μας, όσο και στην ενημέρωση, στον αντίποδα του καθεστωτικού οχετού των Μ.Μ.Ε.. Γιατί, λοιπόν, να μην προτιμηθεί και αυτήν τη φορά η ενημέρωση “από τα κάτω”, αποκλείοντας έτσι κινδύνους όπως τα ρεπορτάζ που προέκυψαν από τα καθεστωτικά και από την άλλη, προάγοντας φυσικά έναν ακηδεμόνευτο τρόπο ενημέρωσης;
Υπήρχε, δηλαδή, περίπτωση ο Βαγγέλης Γκούμας για παράδειγμα (ή η Νάντια Αλέξιου, ή ο Βασίλης Λαμπρόπουλος ή η εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, ας πούμε) εισερχόμενος με τις κάμερες του φιλοναζιστικού Star Channel για “ρεπορτάζ” στο City Plaza να μη στοχοποιούσε και πάλι τους πρόσφυγες και τους μετανάστες/ριες; Υπήρχε περίπτωση να γινόταν εκείνος ο φορέας της αντίληψης που πρεσβεύουν οι αλληλέγγυες/οι προς το “ευρύ κοινό”; Γνώριζαν οι πρόσφυγες που κατοικούν στο υπό κατάληψη κτίριο ποια είναι η δράση αυτού (ενδεικτικά) του Αλήτη Ρουφιάνου Δημοσιογράφου και συμφώνησαν να εισέλθει στην Κατάληψη, να καταγράψει τα πρόσωπα και τα παιδιά τους για να “κάνει τη δουλειά του”;
Το ζήτημα δεν είναι ο χι ή ψι Γκούμας. Το ζήτημα προκύπτει από το πώς αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα μας ως αλληλέγγυοι/ες μιας και ως τέτοιοι έχουμε το “προνόμιο” να θέτουμε και ένα πολιτικό πλαίσιο σε κάθε δράση, σε αντίθεση με τους φιλάνθρωπους που δεν προχωρούν σε κάτι παραπάνω από την υλική προσφορά.
Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή της σχέσης με καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. και μάλιστα σε τέτοιο πλαίσιο δεν γίνεται πρώτη φορά από αλληλέγγυους/ες και σίγουρα το ζητούμενο δεν είναι να απορρίψει κανείς ένα εγχείρημα στο σύνολό του, όπως αυτό της Κατάληψης στέγης προσφύγων και μεταναστριών/ών του City Plaza. Η κριτική ασκείται με συντροφική διάθεση και αφορά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή του εγχειρήματος. Το ότι αυτή τη στιγμή οι αλληλέγγυες και οι αλληλέγγυοι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν ώστε να στεγάζονται οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες σε ένα ασφαλές και ανθρώπινο περιβάλλον (μόνο την 1η μέρα στεγάστηκαν 112 πρόσφυγες: 57 παιδιά, 31 γυναίκες και 24 άντρες την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι επιβιώνουν μετά βίας υπό άθλιες συνθήκες σ’ όλη την επικράτεια) είναι αδιαμφισβήτητο.
Λάθη, φυσικά, γίνονται και πώς αλλιώς, αφού λάθη κάνουν μόνοι όσες και όσοι δρουν. Μόνο που για να θεωρηθούν ως τέτοια και να ξεπεραστούν (που είναι και το ζητούμενο κάθε πολιτικής κριτικής), θα πρέπει πρώτα να απολογιστούν ως τέτοια, κατακτώντας μια κοινή αντίληψη ως προς τη στόχευση των δράσεων αλληλεγγύης. Μέχρι στιγμής, η ανεμπόδιστη είσοδος διαφόρων καθεστωτικών Μ.Μ.Ε. στου City Plaza χαίρει αμέριστης στήριξης από την Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στους Οικονομικούς και Πολιτικούς Πρόσφυγες που προέβη στην Κατάληψη αυτή, οπότε πρόκειται για μια ξεκάθαρη πολιτική επιλογή της Πρωτοβουλίας και ως τέτοια θα αποτιμηθεί ως σωστή ή λάθος.
Αυτή είναι η ανακοίνωση της Πρωτοβουλίας μετά τη δημοσιοποίηση ρεπορτάζ όπως αυτό του Βαγγέλη Γκούμα.
H περίπτωση “Β. Γκούμας” ως αλήτης-ρουφιάνος-δημοσιογράφος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αυτή είναι η δουλειά των καθεστωτικών Μ.Μ.Ε. και του Κράτους και όταν τους το επιτρέψεις θα την κάνουν και μέσα από το σπίτι σου. Και δεν υπάρχει τίποτα καλό, συντρόφισσες και σύντροφοι, που μπορεί να προκύψει για “της γης τους κολασμένους” από τη διευκόλυνση της προπαγάνδας της εξουσίας…
Υ.Γ.: Το ζήτημα της άθλιας επίθεσης που δέχτηκε η εν λόγω Κατάληψη από την ιδιοκτήτρια του κτιρίου Αλίκη Παπαχελά, όσο και από σύσσωμα τα Μ.Μ.Ε. που έφτασαν -όπως πάντα- μέχρι τον πάτο συκοφαντώντας συντρόφισσες και συντρόφους της Κατάληψης πως “παίρνουν 20 ευρώ το κεφάλι” για τη στέγαση, αποτελεί από μόνο του θέμα για ένα επόμενο άρθρο (αν και εν μέρει είναι τμήμα της επιχειρηματολογίας του παρόντος ως προς το γιατί καμία σχέση με καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. δεν μπορεί να θεωρείται βοηθητική). Το ίδιο και η “κρίση εαυτού” που έπαθαν διάφοροι/ες Αριστεροί/ές που ξάφνου εμφανίστηκαν τρανοί υπερασπιστές της ατομικής ιδιοκτησίας.