Το άρθρο είναι το τέταρτο σε σειρά άρθρων για νεανικά κινήματα και αντικουλτούρες που ήταν κομμάτι της αντίστασης κατά των Ναζί στη κατεχόμενη Ευρώπη
Η αναρχοσυνδικαλιστική ένωση Freie Arbeiter Union (FAUD) διέθετε ισχυρή παρουσία στο Ντούισμπουργκ στη Ρηνανία, αριθμώντας το 1921 περίπου 5000 μέλη. Στη συνέχεια ο αριθμός των μελών μειώθηκε και μέχρι τη στιγμή που ο Hitler ανέβηκε στην εξουσία υπήρχαν μόνο μερικές μικρές ομάδες. Για παράδειγμα, ο αριθμός των ενεργών ακτιβιστών στο Νότιο Ντούισμπουργκ ήταν 23, και η Περιφερειακή Εργατική Επιτροπή αριθμούσε περίπου 180 με 200 μέλη. Στο τελευταίο της εθνικό συνέδριο στο Έρφουρτ το 1932, η FAUD αποφάσισε πως αν οι Ναζί ανέβαιναν στην εξουσία το ομοσπονδιακό της γραφείο στο Βερολίνο θα έκελιενε, και πως ένα μυστικό γραφείο θα ιδρύονταν στο Έρφουρτ, και πως έπρεπε να υπάρξει μια άμεση γενική απεργία. Αυτή η τελευταία απόφαση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς η FAUD αποδεκατίστηκε από μαζικές συλλήψεις.
Τον Απρίλιο ή Μάιο του 1933, ο γιατρός Gerhard Wartenburg, πριν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Γερμανία, τοποθέτησε ως αντικαταστάτη του τον κλειδαρά Emil Zehner στη θέση του ως γραμματέα της FAUD. Διέφυγε στο Άμστερνταμ, όπου τον καλωσόρισε, μαζί με άλλους Γερμανούς πρόσφυγες, ο Albert de Jong, ο Ολλανδός αναρχοσυνδικαλιστής. Την ίδια περίοδο η γραμματεία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (IWA, η αναρχοσυνδικαλιστική διεθνής) μεταφέρθηκε στην Ολλανδία το 1933, αν και οι Ναζί κατάσχεσαν τα αρχεία και την αλληλογραφία της.
Το φθινόπωρο του 1933, ο Zehner αντικαταστάθηκε από τον Ferdinand Goetze από τη Σαξωνία, και στη συνέχεια από τον Richard Thiede από τη Λειψία. Ο Goetze επανεμφανίστηκε στη δυτική Γερμανία το φθινόπωρο του 1934, ήδη καταζητούμενος από την Γκεστάπο. Στο μεταξύ, μια μυστική ομάδα της FAUD δημιουργήθηκε, με την στήριξη του ολλανδικού τμήματος της IWA, της NSV. Μια γραμματεία της FAUD σε εξορία ιδρύθηκε στην Ολλανδία.
Μέχρι την άνοδο στην εξουσία των Ναζί, ο εργάτης Franz Bungert ήταν το ηγετικό στέλεχος της FAUD στο Ντούισμπουργκ. Δίχως έστω μιας στημένης δίκης οδηγήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπέγκερμουρ το 1933. Μετά από ένα χρόνο ελευθερώθηκε αλλά τέθηκε υπό μόνιμη παρακολούθηση. Ο διάδοχός του ήταν ο Julius Nolden, ένας μεταλλεργάτης τότε άνεργος και ταμίας της Εργατικής Επιτροπής για την Ρηνανία. Συνελήφθηκε και αυτός επίσης από τη Γκεστάπο, που υποψιάζονταν πως η δραστηριότητα του σε μια Οργάνωση για το Δικαίωμα στην Αποτέφρωση(!) έκρυβε παράνομες σχέσεις με άλλα μέλη της FAUD.
Τον Ιούνιο του 1933, λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, συνάντησε τον Karolus Heber, που ήταν μέλος της μυστικής οργάνωσης της FAUD στο Έρφουρτ. Ήταν μέλος της γραμματείας της Γενικής Γραμματείας στο Βερολίνο, μετά όμως από πολλές συλλήψειςαναγκάστηκε να μετακινηθεί στο Έρφουρτ. Κατέστρωσαν ένα πλάνο για την διευκόλυνση της διαφυγής συντρόφων που κινδύνευαν προς την Ολλανδία και την δημιουργία μιας αντιστασιακής οργάνωσης στη Ρηνανία και τη κοιλάδα του Ρουρ.
Ο Nolden και οι σύντροφοί του σχεδίασαν μια μυστική διαδρομή διαφυγής προς το Άμστερνταμ και διένεμαν προπαγάνδιστικό υλικό ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς. Ο Albert de Jong επισκέφτηκε την Γερμανία και μέσω του μέλους της FAUD, Fritz Schroeder, συναντήθηκε με τον Nolden. Ο de Jong κανόνισε την αποστολή του προπαγανδιστικού υλικού πέρα από τα σύνορα μέσω του αναρχικού Hillebrandt. Ένα φυλλάδιο είχε μεταμφιεστεί υπό το τίτλο Φάτε Γερμανικά Και Θα Έχετε Καλή Υγεία. Έγινε τόσο δημοφιλές μεταξύ των εργατών στα ορυχεία που έφτασαν να χαιρετούν ο ένας τον άλλο με τη φράση: «Έφαγες και συ Γερμανικά φρούτα;». Όσο για τη διαδρομή διαφυγής ο Ολλανδογερμανός αναρχικός Derksen, που είχε καλή γνώση της ζώνης των συνόρων, μπόρεσε να οδηγήσει πολλούς πρόσφυγες στην ασφάλεια. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στις αναρχικές δυνάμεις στην Ισπανία.
Μετά το 1935, με τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στη Γερμανία, ήταν όλο και πιο δύσκολο να διατηρήσεις μια μυστική οργάνωση. Πολλά μέλη της FAUD βρήκαν δουλειά μετά από πολύ μεγάλο διάστημα και δίσταζαν να εμπλακούν σε ενεργητική αντίσταση. Ο τρόμος της Γκεστάπο έκανε τα υπόλοιπα. Επιπλέον πάνω σε αυτά, δεν έρχονταν πια προπαγανδιστικό υλικό από την Ολλανδία.
Το ξέσπασμα της Ισπανικής Επανάστασης το 1936 έδωσε νέα ζωή στο γερμανικό αναρχισμό. Ο Nolden πολλαπλασίασε τους συνδέσμους του στο Ντούισμπουργκ, το Ντίσελντορφ και τη Κολονία, οργανώνοντας συναντήσεις και κάνοντας εκκλήσεις για οικονομική ενίσχυση προς τους Ισπανούς αναρχικούς. Ως αποτέλεσμα των διαρκών δραστηριοτήτων του Nolden, αρκετές μεγάλες ομάδες δημιουργήθηκαν. Ο Nolden πήγαινε παντού με ποδήλατο! Την ίδια περίοδο ο Simon Wehren από το Άαχεν χρησιμοποίησε το δίκτυο εργατικών επιτροπών της FAUD για να βρει εθελοντές τεχνίτες που θα πήγαιναν στην Ισπανία.
Το Δεκέμβριο του 1936, η Γκεστάπο, χάρη σε ένα πληροφοριοδότη που είχε διεισδύσει, εντόπισαν τις οργανώσεις στο Μενχενγκλάντμπαχ, στο Ντούελκεν και το Βίρσεν. Στις αρχές του 1937, 50 αναρχοσυνδικαλιστές από το Ντούισμπουργκ, το Ντίσελντορφ και τη Κολονία συνελήφθησαν, μεταξύ τους ο Nolden. Λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις, ανεβάζοντας των αριθμό των μελών της FAUD στα 89 στα χέρια της Γκεστάπο. Η δίκη κράτησε ένα χρόνο με κατηγορίες για την «προετοιμασία πράξεων εσχάτης προδοσίας»(1). Υπήρξαν 6 απαλλαγές λόγω έλλειψης στοιχείων, οι άλλοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από κάμποσους μήνες μέχρι έξι χρόνια τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1938. Ο Nolden στάλθηκε στη φυλακή του Λουτρινγκχάουσεν από την οποία τον απελευθέρωσαν οι Σύμμαχοι στις 19 Απριλίου 1945.
Την Πεντηκοστή του 1947 βρίσκονταν στο Ντάρμσταντ μαζί με άλλους επιζώντες της ομάδας του Ντούισμπουργκ για να ιδρύσουν την Ομοσπονδία των Ελευθεριακών Σοσιαλιστών. Στη φυλακή, πολλοί αναρχικοί δολοφονήθηκαν. Ο Emil Mahnert, τορναδόρος από το Ντούισμπουργκ, ρίχτηκε από παράθυρο του δευτέρου ορόφου από βασανιστή της αστυνομίας. Ο οικοδόμος Wilhelm Schmitz πέθανε στη φυλακή στις 29 Ιανουαρίου 1944 υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ο Ernst Holtznagel στάλθηκε στο Πειθαρχικό Τάγμα 999 (Strafdivision 999), που είχε ιδιαίτερα κακή φήμη, και δολοφονήθηκε εκεί. Ο Michael Delissen από το Μενχενγκλάντμπαχ ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από τη Γκεστάπο το Δεκέμβριο του 1936. Ο Anton Rosinke από το Ντίσελντορφ δολοφονήθηκε το Φεβρουάριο του 1937.
Ο αναρχοσυνδικαλιστής Ernst Binder από το Ντίσελντορφ έγραφε τον Αύγουστο του 1946: «Μια μαζική αντίσταση δεν ήταν δυνατή το 1933, οι ακλύτεροι μεταξύ εκείνων στη καρδιά του εργατικού κινήματος έπρεπε να διασκορπίσουν τις δυνάμεις τους σε ένα ανταρτοπόλεμο δίχως ελπίδα. Αν όμως, από αυτή την επώδυνη εμπειρία, το εργατικό κίνημα, οι εργάτες καταλάβουν από αυτό το μάθημα πως μόνο ενωμένη άμυνα την κατάλληλη στιγμή είναι αποτελεσματική στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, αυτές οι θυσίες δεν ήταν μάταιες».
Από το φυλλάδιο Resistance to Nazism της Anarchist Federation
Τα προηγούμενα τρία άρθρα που αναφέρονταν στις νεανικές αντικουλτούρες αντίστασης είναι διαθέσιμα εδώ: πρώτο μέρος, δεύτερο μέρος, τρίτο μέρος