του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Αυτό που περισσότερο απ΄όλα λατρεύω στα ανακοινωθέντα που ακολουθούν συναντήσεις σαν τη χθεσινή είναι η αναπαραγωγή αφηρημένων κοινοτοπιών που δε σημαίνουν απολύτως τίποτα:
«Συμφωνήσαμε να εντακτικοποιήσουμε τις προσπάθειες…»
(να τις εντατικοποιήσετε, αλλά τι ακριβώς προσπαθείτε;)
«Το χρέος πρέπει να είναι βιώσιμο…»
(εντάξει, πρέπει, αλλά δεν είναι, πάμε παρακάτω)
«Συμφωνήθηκε ομοφώνως να συνεχιστούν οι συνομιλίες για να γεφυρωθούν οι διαφορές…»
(η έμφαση στο ”ομοφώνως”, αφού αν ο ένας έλεγε να συνεχιστούν και ο άλλος να διακοπούν, ο πρώτος θα έμενε να μιλάει μόνος του και μπορεί να τον κλείνανε στο ψυχιατρείο)
Πίσω από όλες αυτές τις λέξεις, κρύβεται το δίχως άλλο, μια υπερτίμηση της σημασίας του διαλόγου και της συζήτησης, τα οποία οι δυτικές δημοκρατίες ανέδειξαν ως φάρμακο δια πάσαν νόσο και πάσα μαλακία όταν κυριάρχησαν, προκειμένου να κηρύξουν έμμεσα το τέλος των συγκρούσεων, πολύ πριν το φαντασιωθεί ο Φουκουγιάμα.
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να πω κάτι που λέγαμε όταν ήμασταν νέοι και όμορφοι: Διάλογο κάνουν δύο φιλόσοφοι κάτω από ένα δέντρο. Εκεί μπορούν να συζητούν με τις ώρες για το φύλο των αγγέλων, την πρωτοκαθεδρία της ύπαρξης πάνω στην ουσία ή της ουσίας πάνω στην ύπαρξη και την υποκειμενικότητα που καθορίζει τον αντικειμενικό χαρακτήρα των αισθήσεων. Κάνουν διάλογο γιατί δεν έχουν να χωρίσουν κάτι.
Όταν αντίθετα υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα, ο διάλογος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα τμήμα μιας αναμέτρησης που βασίζεται στον μεταβλητό συσχετισμό δυνάμεων. Για να μη σκοτωνόμαστε διαρκώς με κοντάρια και βέλη, καθόμαστε κάθε τόσο γύρω από ένα τραπέζι, εκτιμάμε τον συσχετισμό δυνάμεων και τον αποτυπώνουμε σε μια ”συμφωνία”.
Αναρωτιέμαι: στη σύγκρουση του Κεφαλαίου με την Εργασία (και όχι της Γερμανίας με την Ελλάδα φυσικά) ή έστω των ”Αγορών” με την ”Κοινωνία” (έννοιες ωστόσο που μου μοιάζουν αρκετά αφηρημένες επίσης), υπάρχει από τη δική μας σκοπιά κάποια συγκροτημένη δράση ή έστω κάποιος συγκροτημένος σχεδιασμός, τα τελευταία 3 χρόνια τουλάχιστον, προκειμένου να μεταβληθούν οι συσχετισμοί δύναμης σε αυτή την αναμέτρηση;
Αν η απάντηση τείνει προς το ”όχι”, όπως είναι η δική μου αίσθηση, τότε έχουμε την αυταπάτη ότι ο διάλογος και η συζήτηση μπορούν να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα σε μια αναμέτρηση ως αυταξίες, δηλαδή με ατμομηχανή τις καλές προθέσεις ή το φυσικό ταλέντο του καθενός στους ελιγμούς.
Αυτή την αυταπάτη πληρώνει ήδη η ελληνική κοινωνία και θα συνεχίσει να την πληρώνει αν δεν οργανωθεί η ίδια απέναντι στο Κεφάλαιο.
Η άρνηση της ανάθεσης δεν ήταν ποτέ ένα ζήτημα ηθικής. Ήταν πάντα ένα ζήτημα συμφέροντος.