“Αν όλοι οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι τραγωδίες, κάποιοι εντούτοις αξίζουν τη συμμετοχή μας”.
- Enzo Traverso, Δια Πυρός και Σιδήρου: Περί του Ευρωπαϊκού Εμφυλίου Πολέμου 1914-1945
Πριν λίγο καιρό είχε οργανωθεί μια συγκέντρωση, με τον (όχι και τόσο) ευρηματικό τίτλο “όχι-Mπαλτά-στην-Παιδεία”, ενάντια στο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο που ψήφιζε η Κυβέρνηση. Κάτι ότι έτρεχαν άλλα ζητήματα, κάτι το ολιγάριθμο της διαδήλωσης, κάτι ο φόβος της κατηγορίας του φιλοκυβερνητικού ή (ακόμα χειρότερα!) του «φίλο-Συριζαίου», δεν είχε δοθεί δέουσα προσοχή σε αυτή την κινητοποίηση. Και, όμως, αποτελούσε την πρώτη απόπειρα συγκρότησης με κινηματικούς όρους του “μνημονιακού στρατοπέδου”, δηλαδή των δυνάμεων που στήριξαν την αναδιάρθρωση που σχετίζεται με τα διαβόητα Μνημόνια.
Η δεύτερη απόπειρα έγινε στις 18/6, στη συγκέντρωση υπέρ του Ευρώ και της Ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδας και θα συνεχιστεί σήμερα (22/6) στη νέα συγκέντρωση που καλείται από το “Μένουμε Ευρώπη“. Μπορεί να υπάρχουν διαφορές μεταξύ της παλιότερης και των τελευταίων συγκεντρώσεων, πχ, αναφορικά με τη μαζικότητα τους και το ρητά ή όχι αντικυβερνητικό τους προφίλ. Οι όποιες διαφορές όμως δεν πρέπει να συσκοτίζουν την ουσιώδη συνέχεια. Προσωπικά, δεν θα εξεπλάγην αν πίσω από τα καλέσματα βρίσκονται τα ίδια πρόσωπα που πρόσκεινται στη ΝΔ και γενικά στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο. Ακόμα και το τελευταίο να μην ισχύει όμως το επίδικο δεν αλλάζει, ότι δηλαδή αρχίζει να κινητοποιείται με όρους δρόμου το κομμάτι αυτό που στηρίζει επί της ουσίας τη λιτότητα και την υποτίμηση. Φυσικά, πολλοί από τους συμμετέχοντες θα αρνιόντουσαν μια τέτοια κατηγορία, τουλάχιστον επί της αρχής. Αλλά το πολιτικό δίλλημα που αρθρώνουν οι κινητοποιήσεις και τα συνθήματα που το στηρίζουν αφήνουν ελάχιστη αμφιβολία ότι ζητούμενο είναι να μην υπάρξει καμία αλλαγή στην πολιτική κατεύθυνση, δηλαδή να υπογραφεί μια συμφωνία που θα συνεχίσει τις πολιτικές λιτότητας και υποτίμησης, οι οποίες και νομιμοποιούνται ως το επίπονο αλλά απαραίτητο “καθαρτήριο” που θα μας κάνει επιτέλους πραγματικούς ευρωπαίους.
Ιδεολογικά αυτό το κομμάτι του πληθυσμού είναι κατά πάσα πιθανότατα δεξιοί, αλλά στην “εποχή του Μνημονίου” αυτό λέει πολλά και τίποτα, όπως μας υπενθυμίζει η παρουσία ενός ακροδεξιού κόμματος σε μια κυβέρνηση που τραγουδά “πρώτη-φορά-αριστερά”. Ούτε είναι αποφασιστικό το γεγονός ότι με απόλυτους αριθμούς οι συγκεντρώσεις και ακόμα περισσότερο η επιθυμία για παραμονή στην Ευρωζώνη μπορεί να έχουν διαταξικό χαρακτήρα. Διότι ο ταξικός προσανατολισμός και η ταξική ηγεμονία είναι ξεκάθαρες και είναι αυτές των προνομιούχων, δηλαδή της συνάρμοσης – ή με Γκραμσιανούς όρους του μπλοκ – μεγαλοαστικών και μεσοαστικών τάξεων για τις οποίες η κρίση ήταν είτε ευκαιρία πλουτισμού είτε δεν άγγιξε τα προνόμια που απολάμβαναν. Όπως έχει ήδη σχολιαστεί, τέτοιες κινητοποιήσεις δεν αποτελούν καινοτομία αλλά παρατηρούνται κάθε φορά που οι προνομιούχες τάξεις νιώθουν ότι τα προνόμια πους τις προσδιορίζουν ως τέτοιες, τα οποία κανονικά τα προστατεύει το κράτος μέσω της “ομαλής” του λειτουργίας, τίθενται σε κίνδυνο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι τη δεδομένη στιγμή νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται απόλυτα από την κυβέρνηση που βρίσκεται στην εξουσία. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικές από αυτήν την άποψη είναι οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Χιλή την περίοδο του Αλλιέντε που προετοίμασαν το πραξικόπημα του Πινοσέτ.
Οι αβίαστες ιστορικές αναλογίες είναι πάντα παραπλανητικές, αλλά σε περίπτωση που τα πράγματα ζορίζανε ποιος αμφιβάλει ότι πολλοί από τους “Ευρωπαϊστές” θα συναινούσαν σε μια ρητά δικτατορική εξουσία; Δεν συναίνεσαν και νομιμοποίησαν με τη ψήφο τους άλλωστε τις κυβερνήσεις έκτακτης ανάγκης και την καταστολή των προηγούμενων χρόνων; Φυσικά, αυτά ακριβώς τα ταραχώδη χρόνια έδειξαν ότι το σύγχρονο δημοκρατικό κράτος είναι αρκετά θωρακισμένο – και δεν σταματάει να θωρακίζεται – για να μην χρειάζονται στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αυτό έχει τη τεράστια αρετή να επιτρέπει στις προνομιούχες τάξεις να συνεχίζουν με ήσυχη συνείδηση να εμφανίζουν τα προνόμια τους ως δημοκρατικά δικαιώματα. Επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, οι κινητοποιήσεις του “Μένουμε Ευρώπη” δεν θα κλιμακωθούν καθώς η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα παραμείνει στους δρόμους της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Όπως επίσης είναι αμφίβολο ότι οι διαδηλώσεις ενάντια στην λιτότητα έχουν τέτοια δυναμική που θα τις ωθούσε να πάρουν έναν αντικυβερνητικό και πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Αλλά οι συγκυριακές πολιτικές τοποθετήσεις και επενδύσεις δεν πρέπει να συσκοτίζουν το ουσιώδες. Οι ανταγωνιστικές διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών, αυτές “ενάντια στη λιτότητα” και από την άλλη αυτές “υπέρ του Ευρώ”, δείχνουν τις βαθιές ταξικές και πολιτικές διαιρέσεις εντός της ελληνικής κοινωνίας, διαιρέσεις που με τη σειρά τους καταδεικνύουν τον απατηλό χαρακτήρα της εθνικής ομοψυχίας που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτή την σκοπιά, μάλιστα, το να προσεγγίζουμε τις “φίλο-ΕΕ” κινητοποιήσεις μόνο με όρους τρολαρίσματος βοηθάει (είτε ακούσια είτε εκούσια) την κυβέρνηση να κρύψει κάτω από το χαλί των εμφύλιο-πολεμικό χαρακτήρα των τελευταίων ημερών. Διότι τι άλλο παρατηρούμε πέρα από τη διεξαγωγή ενός εμφυλίου χαμηλής έντασης, δηλαδή μιας ταξικής-πολιτικής σύγκρουσης η οποία διαμεσολαβείται από τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους;
Υπήρξε και άλλη μια συγκέντρωση, που καλείτο από ομάδες του αναρχικού χώρου. Αυτή πολιτικά εκφράζει την ύπαρξη ενός κομματιού που θέλει να σπάσει τα κυρίαρχα δίπολα και διλήμματα και να εγγράψει στον πολιτικό και ταξικό ανταγωνισμό μια πιο ριζοσπαστική προοπτική. Η έλλειψη μαζικότητας δείχνει ότι αυτή στη στιγμή ο αναρχικός χώρος αδυνατεί να συσπειρωθεί γύρω από κάτι τέτοιο. Αλλά την ίδια στιγμή δείχνει και ότι τα προτάγματα του αναρχικού χώρου αφορούν ελάχιστους. Αυτό, αν και πρέπει απαραιτήτως να αναγνωριστεί, δεν τα κάνει λάθος. Μάλιστα, η παγίδα της “κοινωνικής απεύθυνσης” είναι να λησμονηθεί ότι μια ριζοσπαστική ή επαναστατική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι ελάσσονα, δηλαδή να θέτει υπό αμφισβήτηση τις κυρίαρχες κοινωνικές ανάγκες, επιθυμίες και νόρμες. Έπεται ότι δεν υποστηρίζω μια χύμα συμμετοχή στις συγκεντρώσεις ενάντια στη λιτότητα, ούτε μια οργανωμένη παρουσία α λα Αριστερά, που αναπαράγει άκριτα τις αναπαραστάσεις του “περήφανου μα χειμαζόμενου ελληνικού λαού”. Αλλά από την άλλη το γίγνεσθαι-μειοψηφικός δεν μπορεί να αφορά ένα γίγνεσθαι-μειοψηφία και ακόμα λιγότερο ένα γίγνεσθαι-σέκτα. Αφορά τη διαπραγμάτευση, το μετασχηματισμό και την αναδιάταξη των κοινωνικών αναγκών και επιθυμιών, περιλαμβανομένου των τρόπων ικανοποίησης τους. Και αυτό σηματοδοτεί αφενός ροές πολλαπλασιασμού και μαζικοποίησης και αφετέρου συνάντηση και μπόλιασμα με τις υποτελείς τάξεις, ειδικά σε περιόδους κινητοποίησης. Σε κάθε άλλη περίπτωση μπορεί μια θεωρητικά σωστή θέση να καταλήξει ιστορικά άτοπη, όπως αυτή του Τροτσκιστικού διεθνισμού την περίοδο της κατοχής.
Όσο θεωρούμε ότι η διαπραγμάτευση δεν ήταν τίποτα άλλο από “ενδοαστικός ανταγωνισμός”, όσο φαντασιωνόμαστε “καθαρούς” ταξικούς αγώνες απαξιώνοντας τους αγώνες του σήμερα, όσο εξισώνουμε τα δυο στρατόπεδα του τρέχοντος κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού ως διαφορετικές εκδοχές μικροαστισμού, τόσο θα αδυνατούμε να γίνουμε οργανωμένο κομμάτι του εμφύλιου που σε αργή κίνηση ζούμε.