Εκείνος κάθισε ολόκληρος, βαρύς, και σήκωσε το
χέρι να καλέσει πίσω από τον πάγκο το γνωστό
κορίτσι. Ένοιωθε, γυρνά και λέει στο σύντροφο του,
σαν ξαφνικά από μέσα να ‘βγε ένα ζώο που είχα ξεχάσει νηστικό
για μέρες-με αρπάζει και μου ψιθυρίζω: “άκουσε το”.
(Σιώπησε.έριξε μια ματιά στο μαγαζί, στο διάκοσμο του)-
“Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασε το”,
Άκουσα να μου λέει. Η κρύα υφή στο δέρμα από μπουκάλι,
τον έκοψε. Κοιτά τριγύρω: ξεδοντιάρικα χαμόγελα. “Η πρώτη
γύρα Amstel κερασμένη”, καν’ η γκαρσόνα, κάπως μηχανικά.
Κάθεται πάνω στη στίβα ρούχα ματωμένα. Εκείνος άρπαξε το
μανίκι απ’ το κορίτσι. Οι τέσσερις τους τώρα. Έξω, κρότοι
και φωνές ακούγονται απ’ το χιόνι, ησυχασμένα, επαναληπτικά:
“Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασε το”.
Εκείνος έκλεισε το μάτι (το καλό του) στον κόσμο ολόγυρα,
να δείξει πως όλοι (έξω και μέσα) σαν Εκείνον μοιάζουνε.
Ο σύντροφος του θυμήθηκε τη λάσπη, το αίμα: “τίναξε το,
τίναξε το”. Δεν μίλαγε. Μετά πήρε να σκέφτεται πως έπαιξε το
Άρσεναλ-Μίλαν. Η γκαρσόνα έσυρε απ’ το μπαρ μια γύρα
ακόμη. Ο άλλος (ο τέταρτος), δεν είχε αγγίξει διόλου μπύρα,
θυμόταν μόνο πότε άκουσε πρώτη φορά να κράζουνε
“Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασε το”.
Κι εκεί είχε μείνει. Τέταρτος. Ξαναχιονισμένα μίλια εμπρός του.
Τα ρούχα του συνέχισαν, μέσα στη λάσπη, μέσα στο αίμα,
μ’ Εκείνον, με τον σύντροφο, την Άρσεναλ, το βλέμμα
νηστικού ζώου που ψιθύρισε, πατώντας το λαιμό του,
“Το συρματόπλεγμα πιο πάνω ανέβασε το”.
Θοδωρής Ρακόπουλος (από το Τεφλόν, τεύχος 4)
και για την αντιγραφή:
ο κουλτουριάρης