Πριν 148 χρόνια αυτές τις μέρες, στις 6 Απριλίου 1871, ένοπλοι συμμετέχοντες στην επαναστατική Κομμούνα του Παρισιού άρπαξαν την γκιλοτίνα που φυλάσσονταν κοντά στη φυλακή στο Παρίσι. Την μετέφεραν μπροστά στο άγαλμα του Βολτέρου, την έσπασαν σε κομμάτια και την έκαψαν, κάτω από τα χειροκροτήματα ενός τεράστιου πλήθους. Ήταν μια λαϊκή πράξη που προήλθε από τη βάση, όχι ένα θέαμα που οργανώθηκε από πολιτικούς. Την περίοδο που η Κομμούνα έλεγχε το Παρίσι, που κατοικούνταν ακόμη από όλες τις τάξεις· ο γαλλικός και ο πρωσικός στρατός είχαν περικυκλώσει την πόλη και ετοιμάζονταν να εισβάλλουν για να επιβάλλουν την συντηρητική ρεπουμπλικάνικη κυβέρνηση του Adolphe Thiers. Υπό τις συνθήκες αυτές, το κάψιμο της γκιλοτίνας ήταν μια γενναία πράξη αποκηρύσσοντας την Τρομοκρατία (ΣτΜ: το πογκρόμ εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης) και της ιδέας πως θετική κοινωνική αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί με την σφαγή ανθρώπων.
«Τι;», λέτε σκοραρισμένοι, «Οι Κομμουνάροι έκαψαν την γκιλοτίνα; Γιατί στο καλό να το κάνουν αυτό; Νόμιζα πως η γκιλοτίνα ήταν σύμβολο απελευθέρωσης;»
Πράγματι γιατί; Αν η γκιλοτίνα δεν είναι σύμβολο απελευθέρωσης, τότε γιατί έχει γίνει τόσο τυπικό σύμβολο για την ριζοσπαστική αριστερά τα τελευταία χρόνια; Γιατί το διαδίκτυο είναι τόσο γεμάτο με meme με γκιλοτίνες; Γιατί οι The Coup τραγουδάνε «We got the guillotine, you better run»; Το πιο δημοφιλές σοσιαλιστικό περιοδικό ονομάζεται Jacobin, από τους αρχικούς οπαδούς της γκιλοτίνας. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο μια ειρωνική υποδαύλιση των ανησυχιών των δεξιών για τη Γαλλική Επανάσταση.
Η γκιλοτίνα έχει καταφέρει να καταλάβει τη συλλογική μας φαντασία. Σε μια εποχή όταν ρήγματα στη κοινωνία μας διευρύνονται προς εμφύλιο πόλεμο, αντιπροσωπεύει την ιδέα πως η βία του κράτους μπορεί να είναι καλό πράγμα, αρκεί οι σωστοί άνθρωποι να είναι υπεύθυνοι.
Αυτοί που παίρνουν την ίδια τους την αδυναμία ως δεδομένη νομίζουν πως μπορούν να προωθούν βάρβαρες φαντασίες εκδίκησης δίχως συνέπειες. Αν όμως θέλουμε σοβαρά να αλλάξουμε το κόσμο, το οφείλουμε στον εαυτό μας να εξασφαλίσουμε πως οι προτάσεις μας δεν είναι εξίσου βάρβαρες.
Εκδίκηση
Δεν αποτελεί έκπληξη πως οι άνθρωποι θέλουν εκδίκηση σήμερα. Η καπιταλιστική κερδοσκοπία μετατρέπει με γρήγορους ρυθμούς το πλανήτης ε ακατοίκητο. Η συνοριοφυλακή των ΗΠΑ απαγάγει, ναρκώνει και φυλακίζει παιδιά. Ατομικές πράξεις ρατσιστικής και μισογυνικής βίας πραγματοποιούνται συνεχώς. Για πολλούς ανθρώπους, η καθημερινή ζωή είναι όλο και πιο εξευτελιστική και αποδυναμωτική.
Εκείνοι που δεν επιθυμούν εκδίκηση επειδή δεν αισθάνονται αρκετή συμπάθεια για να είναι εξοργισμένοι για την αδικία ή επειδή απλά δεν προσέχουν αρκετά δεν αξίζουν εύσημα για αυτό. Υπάρχει πολύ λιγότερη αρετή στην απάθεια από ότι στην χειρότερη υπερβολή εκδικητικότητας.
Θέλω ναεκδικηθώ τους αστυνομικούς που σκοτώνουν κόσμο με απόλυτη ασυλία, τους δισεκατομμυριούχους που κερδίζουν από την εκμετάλλευση και τον αστικό εξευγενισμό, από τους ρατσιστές που παρενοχλούν και αποκαλύπτουν ανθρώπους; Ναι, φυσικά και θέλω. Έχουν σκοτώσει κόσμο που ξέρω· προσπαθούν να καταστρέψω όλα όσα αγαπώ. Όταν σκέφτομαι το κακό που προκαλούν, αισθάνομαι έτοιμος να σπάσω τα κόκαλά τους, να τους σκοτώσω με τα γυμνά μου χέρια.
Η επιθυμία όμως αυτή είναι διαφορετική από την πολιτική μου. Μπορεί να θέλω κάτι δίχως να το κατασκευάσω εκ των υστέρων μια πολιτική δικαιολογία για αυτό. Μπορώ να θέλω κάτι και να επιλέξω να μην το επιδιώξω, αν θέλω κάτι άλλο ακόμη περισσότερο – σε αυτή τη περίπτωση, μια αναρχική επανάσταση που δεν βασίζεται στην εκδίκηση. Δεν κρίνω άλλους ανθρώπους επειδή θέλουν εκδίκηση, ιδιαίτερα αν έχουν χειρότερα από ότι εγώ. Αλλά δεν θέλω να μπερδέψω αυτή την επιθυμία με μια πρόταση για ελευθερία.
Αν το είδος της αιματοχυσίας που περιγράφω σε τρομάζει, ή απλά φαίνεται ακατάλληλο, τότε δεν έχεις απολύτως κανένα δικαίωμα να κάνεις πλάκα για άλλους ανθρώπους που προχωρούν σε δολοφονίες σε βιομηχανική κλίμακα για λογαριασμό σου.
Αυτό είναι ακριβώς που διαχωρίζει την φαντασία της γκιλοτίνας: είναι η αποτελεσματικότητα και η απόσταση. Εκείνοι που φετιχοποιούν τη γκιλοτίνα δεν θέλουν να σκοτώσουν ανθρώπους με τα ίδια τους τα χέρια· δεν είναι έτοιμοι να ξεσκίσουν τη σάρκα κανενός με τα δόντια τους. θέλουν την εκδίκηση τους αυτοματοποιημένη και να πραγματοποιηθεί για λογαριασμό τους. είναι σαν τους καταναλωτές που τρώνε ανέμελα κοτομπουκιές αλλά δεν θα μπορούσαν ποτέ να σφάξουν μια αγελάδα ή να κόψουν ένα τροπικό δάσος. Προτιμούν η αιματοχυσία να γίνεται με οργανωμένο τρόπο, με όλη τη γραφειοκρατία να συμπληρώνεται με τακτικότητα, σύμφωνα με το παράδειγμα που έθεσαν οι Ιακωβίνοι και οι Μπολσεβίκοι σε μια μίμηση της απρόσωπης λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους.
Και ένα ακόμη πράγμα: δεν θέλουν να πάρουν την ευθύνη για αυτή. Προτιμούν να εκφράζουν την επιθυμία τους ειρωνικά, να διατηρούν την δυνατότητα άρνησης. Ωστόσο οποιοσδήποτε που έχει πάρει μέρος ενεργά σε κοινωνική αναστάτωση ξέρει πόσο στενά είναι τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ας δούμε τον «επαναστατικό» ρόλο που έπαιξε η γκιλοτίνα κατά το παρελθόν.
Μια Πολύ Σύντομη Ιστορία της Γκιλοτίνας
«Η εκδίκηση όμως είναι ανάξια ενός αναρχικού! Η αυγή, η αυγή μας, δεν θα έχει αντιμαχίες, εγκλήματα, ψέματα· επιβεβαιώνει τη ζωή, την αγάπη, τη γνώση· εργαζόμαστε για να επισπεύσουμε εκείνη τη μέρα».
Kurt Gustav Wilckens – αναρχικός, ειρηνιστής και εκτελεστής του Συνταγματάρχη Héctor Varela, του Αργεντίνου αξιωματούχου που επέβλεψε τη σφαγή περίπου 1500 απεργών στην Παταγονία
Η γκιλοτίνα σχετίζεται με την ριζοσπαστική πολιτική επειδή χρησιμοποιούνταν στην αρχική Γαλλική Επανάσταση για να αποκεφαλιστεί ο μονάρχης Λουδοβίκος ο 16ος στις 21 Ιανουαρίου 1793. Αρκετούς μήνες μετά τη σύλληψη του. Μόλις όμως ανοίξεις το Ασκό του Αιόλου με τους ανέμους της εξολοθρευτικής βίας, είναι δύσκολο να κλείσει ξανά.
Αρχίζοντας να χρησιμοποιούν την γκιλοτίνα ως όργανο κοινωνικής αλλαγής. Οι Maximilien de Robespierre, πρόεδρος κάποτε του Ομίλου των Ιακωβίνων, συνέχισε να την χρησιμοποιεί για να εδραιώσει την εξουσία της φράξιας του. Όπως συνηθίζεται για τους δημαγωγούς, ο Robespierre, ο George Danton, και άλλοι ριζοσπάστες διευκολύνθηκαν από την βοήθεια των αβράκωτων, των θυμωμένων φτωχών, για να εκδιώξουν την πιο μετριοπαθή φράξια, τους Γιρονδίνους, τον Ιούνιο του 1793. (Και οι Γιρονδίνοι ήταν Ιακωβίνοι· αν συμπαθείς ένα Γιρονδίνο, το καλύτερο που έχεις να κάνεις για εκείνον είναι να αποτρέψεις το κόμμα του από το να έρθει στην εξουσία, μιας και είναι βέβαιο πως θα βρεθεί στημένος στο τοίχο δίπλα από εσένα). Αφού πέρασαν μαζικά τους Γιρονδίνους από τη γκιλοτίνα, ο Robespierre ασχολήθηκε με την εδραίωση της εξουσίας εις βάρος του Danton, των αβράκωτων, και όλων των άλλων.
«Η επαναστατική κυβέρνηση δεν έχει τίποτα κοινό με την αναρχία. Το αντίθετο, ο στόχος της είναι να την καταστείλει ώστε να εξασφαλίσει και να εδραιώσει τη κυριαρχία του νόμου».
Maximilien Robespierre, ξεχωρίζοντας την απολυταρχική κυβέρνηση από τα πιο ριζοσπαστικά λαϊκά κινήματα που βοήθησαν στην δημιουργία της Γαλλικής Κυβέρνησης.
Από τις αρχές του 1794, ο Robespierre και οι σύμμαχοι του έστειλαν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, τουλάχιστον το ίδιο ριζοσπάστες με εκείνους στη γκιλοτίνα, μεταξύ τους ο Anaxagoras Chaumette και οι λεγόμενοι Λυσσασμένοι, ο Jacques Hébert και οι αποκαλούμενοι Εμπεριστές, η πρωτοφεμινίστρια και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας Olympe de Gouges, ο Camille Desmoulins (που είχε το θράσος να πει στον παιδικό του φίλο Robespierre πως «η αγάπη είναι ισχυρότερη και πιο ανθεκτική από το φόβο») – και η γυναίκα του Desmoulins, για καλό και για κακό, παρά το γεγονός πως η αδερφή της ήταν η αρραβωνιαστικιά του ίδιου του Robespierre. Επίσης κανόνισαν τον αποκεφαλισμό του George Danton και των οπαδών του, μαζί με διάφορους άλλους πρώην συμμάχους. Για να γιορτάσουν όλη αυτή την αιματοχυσία, ο Robespierre οργάνωσε τη Γιορτή του Ύψιστου όντως, μια υποχρεωτική δημόσια τελετή εγκαθίδρυσης μιας επινοημένης κρατικής θρησκείας.
Μετά από αυτό, μεσολάβησε μόλις ενάμιση μήνας πριν ο ίδιος Robespierre έφτανε στη γκιλοτίνα, έχοντας εξοντώσει πολλούς από εκείνους που ίσως να πολεμούσαν δίπλα του ενάντια στην αντεπανάσταση. Αυτό έστησε τη σκηνή για μια περίοδο αντίδρασης που κορυφώθηκε με την αρπαγή της εξουσίας από τον Napoleon Bonaparte και την αναγόρευση του σε Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με το Ημερολόγιο της Γαλλικής Επανάστασης (μια καινοτομία που δεν καθιερώθηκε, αλλά ξαναχρησιμοποιήθηκε για λίγο στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας), η εκτέλεση του Robespierre έγινε τον μήνα Θερμιδόρ. Κατά συνέπεια, το όνομα Θερμιδόρ θα είναι για πάντα συνδεδεμένο με την έναρξη της αντεπανάστασης.
«Ο Robespierre σκότωσε την Επανάσταση με τρία χτυπήματα: την εκτέλεση του Hébert, την εκτέλεση του Danton, την λατρεία του Υπέρτατου Όντος… Η νίκη του Robespierre, κάθε άλλο παρά την έσωσε, σήμαινε μόνο μια πιο πρωτοφανή και ανεπανόρθωτη πτώση».
Louis-August Blanqui, με δυσκολία θα χαρακτηρίζονταν ο ίδιος εχθρός της απολυταρχικής βίας.
Είναι σφάλμα όμως να εστιάζουμε στον Robespierre. Ο ίδιος Robespierre δεν ήταν ένας υπεράνθρωπος τύραννος. Στην καλύτερη ήταν ένας ζηλωτής γραφειοκράτης που έπαιζε το ρόλο που αμέτρητοι επαναστάτες επιθυμούσαν, ένα ρόλο που θα είχε παίξει κάποιο άλλο άτομο αν δεν το είχε κάνει αυτός. Το ζήτημα ήταν συστημικό – ο ανταγωνισμός για κεντρική δικτατορική εξουσία – όχι ζήτημα ατομικού σφάλματος.
Η τραγωδία του 1793-1795 επιβεβαιώνει πως όποιο εργαλείο και να χρησιμοποιήσεις για να προκαλέσεις επανάσταση θα χρησιμοποιηθεί σίγουρα εναντίον σου. Το πρόβλημα όμως δεν είναι απλά το εργαλείο, είναι η λογική πίσω από αυτό. Αντί να δαιμονοποιούμε τον Robespierre – η τον Lenin, τον Stalin, ή τον Pol Pot – πρέπει να εξετάσουμε τη λογική της γκιλοτίνας.
Ως ένα βαθμό, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Robespierre και οι σύγχρονοί του κατέληξαν να βασίζονται σε μαζικές δολοφονίες ως πολιτικό εργαλείο. Απειλούνταν από εξωτερική πολεμική επέμβαση, εσωτερικές συνωμοσίες, και αντεπαναστατικές εξεγέρσεις· έπαιρναν αποφάσεις σε ένα εξαιρετικά πιεσμένο περιβάλλον. Αλλά είναι δυνατό να καταλάβουμε πως αποδεχτούν τη γκιλοτίνα, είναι αδύνατο να πούμε πως όλοι οι σκοτωμοί ήταν αναγκαίοι για να εξασφαλίσουν τη θέση τους. Οι ίδιες τους οι εκτελέσεις αρκούν για να καταρρίψουν αυτό το επιχείρημα με αρκετά εύγλωττο τρόπο.
Με τον ίδιο τρόπο, είναι λάθος να φανταστούμε πως η γκιλοτίνα χρησιμοποιήθηκε κυρίως ενάντια στην άρχουσα τάξη, ακόμη και στο αποκορύφωμα της εξουσίας των Ιακωβίνων. Με το να είναι ολοκληρωτικοί γραφειοκράτες, οι Ιακωβίνοι κρατούσαν λεπτομερή στοιχεία. Μεταξύ του Ιουνίου του 1793 και του Ιουλίου του 1794, 16594 άνθρωποι είχαν καταδικασθεί επίσημα σε θάνατο στη Γαλλία, μεταξύ τους 2693 άτομα στο Παρίσι. Από τις επίσημες θανατικές καταδίκες που εκδόθηκαν στη διάρκεια της Τρομοκρατίας, μόνο οχτώ τις εκατό αφορούσαν αριστοκράτες και έξι τις εκατό μέλη του κλήρου· οι υπόλοιπες είχαν ήταν μοιρασμένες μεταξύ της μεσαίας τάξης και των φτωχών, με την μεγάλη πλειοψηφία των θυμάτων να προέρχονται από τις κατώτερες τάξεις.
Η ιστορία που διαδραματίστηκε στη Πρώτη Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν μια τυχαία επιτυχία. Μισό αιώνα αργότερα, η Γαλλική Επανάσταση του 1848 ακολούθησε μια παρόμοια τροχιά. Τον Φεβρουάριο, μια επανάσταση την οποία οδηγούσαν φτωχοί θυμωμένοι άνθρωποι έδωσε την εξουσία σε Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς την κρατική εξουσία· τον Ιούνιο, όταν η ζωή υπό τη νέα κυβέρνηση αποδείχτηκε πως ήταν ελάχιστα καλύτερη από τη ζωή υπό το βασιλιά, οι άνθρωποι του Παρισιού εξεγέρθηκαν ξανά και οι πολιτικοί διέταξαν το στρατό να τους σφαγιάσει στο όνομα της επανάστασης. Αυτό άνοιξε το δρόμο για την εκλογή του αρχικού Napoleon να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές το Δεκέμβριο του 1848, υποσχόμενος την «αποκατάσταση της τάξης». Τρία χρόνια αργότερα, έχοντας εξορίσει όλουε τους Ρεπουμπλικάνους πολιτικούς, ο Napoleon ο 3ος κατάργησε τη Δημοκρατία και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας – προκαλώντας το διάσημο απόφθεγμα του Marx πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, «την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη φορά ως φάρσα».
Παρομοίως μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1870 που έφερε στην εξουσία τον Adolphe Thiers, αιματοκύλησε με βαναυσότητα την Κομμούνα του Παρισιού, αλλά αυτό απλά έστρωσε το δρόμο για πιο αντιδραστικούς πολιτικούς να τον αντικαταστήσουν το 1873. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, βλέπουμε πως οι επαναστάτες που σκοπεύουν να ασκήσουν την κρατική εξουσία πρέπει να αγκαλιάσουν την λογική της γκιλοτίνας για να την πάρουν, και μετά, έχοντας τσακίσει με βαρβαρότητα άλλους επαναστάτες ελπίζοντας να εδραιώσουν τον έλεγχο, αναπόφευκτα ηττούνται από πιο αντιδραστικές δυνάμεις.
Τον 20ο αιώνα, ο Lenin περιέγραψε το Robespierre ως Μπολσεβίκο πριν να επινοηθεί ο όρος, επιβεβαιώνοντας την Τρομοκρατία ως προοίμιο του μπολσεβίκικου σχεδίου. Δεν ήταν το μόνο πρόσωπο που κατέληξε σε παρόμοια σύγκριση.
«Θα είμαστε ο δικός μας Θερμιδόρ», θυμάται ο μπολσεβίκος απολογητής Victor Serge να λέει ο Lenin καθώς ετοιμάζονταν για την σφαγή των επαναστατών της Κροστάνδης. Με άλλα λόγια, έχοντας τσακίσει τους αναρχικούς και όλους τους άλλους στα αριστερά τους, οι Μπολσεβίκοι θα επιβίωναν την αντίδραση με το να γίνουν οι ίδιοι η αντεπανάσταση. Είχαν εισαγάγει ξανά ορισμένες ιεραρχίες στο Κόκκινο Στρατό για να στρατολογήσουν πρώην τσαρικούς αξιωματικούς σε αυτόν· μαζί με τη νίκη τους επί των εξεγερμένων στην Κροστάνδη, εισήγαγαν ξανά την ελεύθερη αγορά και το καπιταλισμό, αν και υπό κρατικό έλεγχο. Τελικά ο Stalin πήρε τη θέση που κάποτε κατείχε ο Napoleon.
Έτσι η γκιλοτίνα δεν είναι όργανο απελευθέρωσης. Αυτό ήταν ήδη ξεκάθαρο το 1795, περισσότερο από ένα αιώνα πριν οι Μπολσεβίκοι να ξεκινήσουν την δική τους Τρομοκρατία, σχεδόν δυο αιώνες πριν οι Ερυθροί Χμερ εξοντώσουν σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Καμπότζης. Γιατί τότε η γκιλοτίνα έχει επανέρθει στη μόδα ως σύμβολο αντίστασης στη τυραννία; Η απάντηση σε αυτό μας λέει κάτι για τη ψυχολογία του καιρού μας.
Φετιχοποιώντας την Κρατική Βία
Είναι σοκαριστικό ακόμη και σήμερα, ριζοσπάστες να συνδέουν τους εαυτούς τους με τους Ιακωβίνους, μια τάση που ήταν αντιδραστική από τα τέλη του 1793. Η εξήγηση όμως είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί. Τότε, όπως και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να σκέφτονται τους εαυτούς τους ως ριζοσπάστες δίχως να έχουν στραφεί ριζικά μακριά από τους θεσμούς και τις πρακτικές που τους είναι γνώριμες. «Η παράδοση όλων των περασμένων γενιών βαραίνει σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών», όπως είπε ο Marx.
Αν – για να χρησιμοποιήσω τον διάσημο ορισμό του Max Weber – μια φιλόδοξη κυβέρνηση καλύπτει τις προϋποθέσεις για να εκπροσωπεί το κράτος με το να επιτυγχάνει το μονοπώλιο στην νόμιμη χρήση της φυσικής βίας μέσα σε μια συγκεκριμένη έκταση, τότε ένα από τα πιο πειστικά μέσα με τα οποία μπορεί να δείξει την κυριαρχία της είναι να ασκήσει θανάσιμη βία με ατιμωρησία. Αυτό εξηγεί τις διάφορες αναφορές στο ότι οι δημόσιες αποκεφαλίσεις παρακολουθούνταν ως εορταστικές ή ακόμη και σε θρησκευτικές περιστάσεις στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Πριν την Επανάσταση, οι αποκεφαλίσεις ήταν επιβεβαιώσεις της ιερής εξουσίας του μονάρχη· στην Επανάσταση, όταν οι αντιπρόσωποι της Δημοκρατίας διεύθυναν τις εκτελέσεις, αυτό επιβεβαιώνει πως είχαν την εξουσία – στο όνομα του Λαού, φυσικά. «Ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει για να ζήσει ο λαός», έλεγε ο Robespierre, επιδιώκοντας να καθαγιάσει τη γέννηση του αστικού εθνικισμού με το να τον βαπτίσει κυριολεκτικά στο αίμα της προηγούμενης κοινωνικής τάξης. Μόλις η Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε πάνω σε αυτές τις βάσεις, απαιτούσε συνεχείς θυσίες για να επιβεβαιώσει την εξουσία της.
Εδώ βλέπουμε την ουσία του κράτους: μπορεί να σκοτώσει, αλλά δεν μπορεί να δώσει ζωή. Καθώς η συγκέντρωση της πολιτικής νομιμότητας και εξαναγκαστικής βίας, δεν μπορεί να κάνει κακό, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα είδος θετικής ελευθερίας που τα άτομα βιώνουν όταν βασίζονται σε αμοιβαία υποστηρικτικές κοινότητες. Δεν μπορεί να δημιουργήσει το είδος της αλληλεγγύης που γεννά την αρμονία μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό που κάνουμε στους άλλους χρησιμοποιώντας το κράτος, αυτό μπορούν να κάνουν και οι άλλοι χρησιμοποιώντας το κράτος – όπως βίωσε ο Robespierre – κανένας όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους για το σκοπό της απελευθέρωσης.
Για τους ριζοσπάστες, η φετιχοποίηση της γκιλοτίνας είναι σαν να φετιχοποιούν το κράτος: σημαίνει την εξύμνηση ενός οργάνου φόνου που θα χρησιμοποιείται πάντοτε κυρίως εναντίον μας.
Εκείνοι που έχουν απογυμνωθεί από μια θετική σχέση, με τη δική τους ικανότητα συχνά κοιτούν τριγύρω για ένα υποκατάστατο για να ταυτιστούν μαζί του – έναν ηγέτη του οποίου η βία μπορεί να υποκαταστήσει την εκδίκηση την οποία επιθυμούν ως συνέπεια της δικής τους της αδυναμίας. Στην εποχή του Trump, έχουμε όλοι επίγνωση πως εκφράζεται αυτό μεταξύ απογοητευμένων υποστηρικτών ακροδεξιών πολιτικών. Όμως υπάρχουν επίσης άνθρωποι που αισθάνονται αδύναμοι και θυμωμένοι στην αριστερά, οι άνθρωποι επιθυμούν εκδίκηση, οι άνθρωποι θέλουν να δουν που τους τσάκισε να στρέφεται εναντίον των εχθρών τους.
Θυμίζοντας στους «σταλίνες» τις θηριωδίες και τις προδοσίες που οι κρατικοί σοσιαλιστές διέπραξαν από το 1917 και μετά είναι σα να λες τον Trump ρατσιστή και σεξιστή. Δημοσιοποιώντας το γεγονός πως ο Trump είναι κατά συρροή σεξουαλικό αρπακτικό τον έκανε απλά περισσότερο δημοφιλή στην μισογύνικη βάση του· παρομοίως, η αιματοβαμμένη ιστορία του απολυταρχικού κομματικού σοσιαλισμού μπορεί να τον κάνει πιο ελκυστικό σε εκείνους που κινητοποιούνται κυρίως από την επιθυμία να ταυτιστούν με κάτι ισχυρό.
Αναρχικοί την εποχή του Trump
Τώρα που η Σοβιετική Ένωση είναι διαλυμένη εδώ και σχεδόν 30 χρόνια – και χάρη στη δυσκολία της απόκτησης πληροφοριών από πρώτο χέρι από την εκμεταλλευόμενη κινεζική εργατική τάξη – πολλοί άνθρωποι στην Βόρεια Αμερική αντιμετωπίζουν τον απολυταρχικό σοσιαλισμό ως κάτι εντελώς αφηρημένο νόημα, τόσο απόμακρο από τη βιωμένη εμπειρία όσο οι μαζικές εκτελέσεις από την γκιλοτίνα. Επιθυμώντας όχι μόνο εκδίκηση αλλά επίσης ένα από μηχανής θεό να τους σώσει από τον εφιάλτη του καπιταλισμού και από την ευθύνη να δημιουργήσουν μια εναλλακτική οι ίδιοι, φαντάζονται το απολυταρχικό κράτος ως ένα προμάχο που θα δώσει τις μάχες για λογαριασμό τους. Θυμάμαι τι είπε ο George Orwell για τους βολικούς Βρετανούς σταλινικούς συγγραφείς της δεκαετίας του 1930 στο δοκίμιο του «Μέσα στο Κήτος»:
«Στους ανθρώπους αυτού του είδους τέτοια πράγματα όπως οι διωγμοί, η μυστική αστυνομία, οι συνοπτικές εκτελέσεις, η φυλάκιση δίχως δίκη κλπ, κλπ είναι πολύ απόμακρα για να είναι τρομακτικά. Μπορούν να καταπιούν τον απολυταρχισμό επειδή δεν έχουν καμμιά άλλη εμπειρία πέρα από τον φιλελευθερισμό».
Τιμωρώντας τον ένοχο
«Να εμπιστεύεσαι τα οράματα που δεν περιλαμβάνουν κουβάδες αίματος»
Jenny Holzer
Γενικά, έχουμε την τάση να έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση για τα λάθη που γίνονται εις βάρος μας από ότι για τα κακά που κάνουμε εις βάρος άλλων. Είμαστε πιο επικίνδυνοι όταν αισθανόμαστε αδικημένοι, γιατί αισθανόμαστε πως έχουμε το δικαίωμα να αποφασίσουμε. Όσο πιο δικαιολογημένοι είμαστε, τόσο πιο προσεχτικοί πρέπει να είμαστε για να μην επαναλάβουμε τις συνήθειες της βιομηχανίας δικαιοσύνης, τις εικασίες του κράτους εγκλεισμού, τη λογική της γκιλοτίνας. Ξανά, αυτό δεν σημαίνει απραξία· είναι απλό να πούμε πως πρέπει να προχωρήσουμε πιο κριτικά όταν αισθανόμαστε πιο δίκαιοι, για να μην πάρουμε το ρόλο των καταπιεστών μας.
Όταν θεωρούμε πως μαχόμαστε εναντίον συγκεκριμένων ανθρώπινων όντων παρά κοινωνικών φαινομένων, γίνεται πιο δύσκολο να αναγνωρίσουμε τους τρόπους με τους οποίους εμείς συμμετέχουμε σε αυτά τα φαινόμενα. Εξωτερικοποιούμε το πρόβλημα ως κάτι έξω από εμάς, προσωποποιώντας το ως ένα εχθρό που μπορεί να θυσιαστεί ώστε να εξαγνίσουμε συμβολικά. Ωστόσο αυτό που κάνουμε στους χειρότερους από εμάς τελικά θα γίνει στους υπόλοιπους μας.
Ως σύμβολο εκδίκησης, η γκιλοτίνα μας βάζει στο πειρασμό να φανταστούμε τους εαυτούς μας να στεκόμαστε ως κριτές, χρισμένοι με το αίμα των κακών. Η χριστιανική οικονομία της αρετής και της καταδίκης είναι ουσιαστικό σε αυτή την εικόνα. Αντίθετα, αν την χρησιμοποιήσουμε για συμβολίσουμε οτιδήποτε, η γκιλοτίνα πρέπει να μας θυμίζει τον κίνδυνο να γίνουμε αυτό που μισούμε. Το καλύτερο πράγμα θα ήταν να μπορέσουμε να πολεμήσουμε δίχως μίσος, χάρη στην αισιόδοξη πίστη στην τεράστια δυνατότητα της ανθρωπότητας.
Συχνά, το μόνο που χρειάζεται για να είσαι σε θέση να πάψεις να μισείς ένα άτομο είναι να καταφέρεις να κάνεις αδύνατο να αποτελεί απειλή για εσένα. Όταν κάποιος είναι ήδη στο έλεος σου, είναι απεχθές να τον σκοτώσεις. Αυτό είναι το σημείο καμπής κάθε επανάστασης, η στιγμή που οι επαναστάτες έχουν την ευκαιρία να πάρουν ελεύθερα εκδίκηση, να εξολοθρεύσουν από ότι απλά να νικήσουν. Αν δεν περάσουν αυτή τη δοκιμασία, η νίκη τους θα είναι πιο αισχρή από κάθε αποτυχία.
Η χειρότερη τιμωρία που οποιοσδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει σε εκείνους που μας κυβερνούν και μας αστυνομεύουν σήμερα, είναι να τους αναγκάσουμε να ζουν σε μια κοινωνία στην οποία οτιδήποτε έχουν κάνει θεωρείται ως ντροπιαστικό – για αυτούς να αναγκαστούν να συμμετάσχουν σε συνελεύσεις στις οποίες κανένας δεν τους ακούει, να συνεχίσουν να ζουν ανάμεσά μας δίχως ιδιαίτερα προνόμια με πλήρη επίγνωση του κακού που έκαναν. Αν φαντασιωνόμαστε οτιδήποτε, ας φανταστούμε να κάνουμε τα κινήματά μας τόσο ισχυρά που με το ζόρι θα χρειαστεί να βλάψουμε κάποιον για να ανατρέψουμε το κράτος και να καταργήσουμε τον καπιταλισμό. Αυτό ταιριάζει με την αξιοπρέπεια μας ως υπέρμαχους της απελευθέρωσης.
Είναι δυνατό να αφοσιωθούμε στον επαναστατικό αγώνα με όλα τα μέσα που απαιτούνται δίχως να φτηνύνουμε την ζωή. Είναι δυνατό να αποφύγουμε τον υποκριτικό ηθικισμό του πασιφισμού δίχως να δημιουργηθεί ένα κυνικό πάθος για αίμα. Χρειάζεται να αναπτύξουμε την ικανότητα να ασκήσουμε βία δίχως να παρερμηνεύσουμε την εξουσία μας πάνω στους άλλους ως τον πραγματικό μας στόχο, ο οποίος είναι να δημιουργήσουμε συλλογικά τις συνθήκες για την ελευθερία για όλους.
«Ότι η ανθρωπότητα μπορεί να απελευθερωθεί από την εκδίκηση: δηλαδή για εμένα η γέφυρα προς την υψηλότερη ελπίδα και το ουράνιο τόξο μετά τις λυσσασμένες καταιγίδες»
Friedrich Nietzsche (ο ίδιος δεν ήταν υπέρμαχος της απελευθέρωσης, αλλά από τους κορυφαίους θεωρητικούς των κινδύνων της εκδικητικότητας)
Αντί γκιλοτίνας
Φυσικά, δεν έχει νόημα να απευθυνθούμε στην καλή φύση των καταπιεστών μας μέχρι να επιτύχουμε να κάνουμε αδύνατο για αυτούς να κερδίσουν από την καταπίεση μας. Το ερώτημα είναι πως θα το πετύχουμε αυτό.
Οι απολογητές των Ιακωβίνων θα διαμαρτυρηθούν πως, υπό τις συνθήκες, τουλάχιστον κάποια αιματοχυσία ήταν αναγκαία για να προωθηθεί ο επαναστατικός στόχος. Πρακτικά όλες οι επαναστατικές σφαγές στην ιστορία έχουν δικαιολογηθεί πάνω στη βάση της ανάγκης – αυτός είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι πάντοτε δικαιολογούν τις σφαγές. Ακόμη και αν κάποια αιματοχυσία ήταν αναγκαία, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία να καλλιεργηθεί μια δίψα για αίμα και το δικαίωμα στην αυτοδικία ως επαναστατικές αξίες. Αν θέλουμε να ασκήσουμε εξαναγκαστική βία υπεύθυνα όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή, πρέπει να καλλιεργήσουμε την απέχθεια για αυτή.
Μας έχουν βοηθήσει ποτέ οι μαζικές δολοφονίες να προωθήσουμε τους σκοπούς μας; Φυσικά, οι σχετικά λίγες εκτελέσεις που οι αναρχικοί έχουν πραγματοποιήσει – όπως οι εκτελέσεις φιλοφασιστών κληρικών στην διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου – έχουν επιτρέψει στους εχθρούς μας να μας απεικονίσουν με τον χειρότερο τρόπο, ακόμη και αν είναι υπεύθυνοι για δεκάδες χιλιάδες περισσότερους φόνους. Οι αντιδραστικοί σε ολόκληρη την ιστορία υποκριτικά είχαν διπλά μέτρα και σταθμά όσον αφορά τους επαναστάτες, συγχωρώντας το κράτος για τις δολοφονίες πολιτών με τα εκατομμύρια ενώ κατηγορούν ως τέτοιους τους εξεγερμένους ακόμη και αν σπάσουν ένα παράθυρο. Η ερώτηση δεν είναι αν μας έχουν κάνει δημοφιλείς, αλλά αν έχουν θέση σε ένα σχέδιο απελευθέρωσης. Αν επιδιώκουμε την μεταμόρφωση αντί της κατάκτησης, πρέπει να εκτιμήσουμε τις νίκες μας σύμφωνα με μια διαφορετική λογική από ότι η αστυνομία και οι στρατοί που αντιμετωπίζουμε.
Αυτό δεν είναι επιχείρημα ενάντια στη χρήση βίας. Αντίθετα, είναι ερώτημα για το πως μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε δίχως να δημιουργήσουμε νέες ιεραρχίες, νέες μορφές συστηματικής καταπίεσης.
Η εικόνα της γκιλοτίνας είναι προπαγάνδα για το είδος της απολυταρχικής οργάνωσης που η ίδια μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το συγκεκριμένο εργαλείο. Κάθε εργαλείο αφήνει να εννοηθούν οι μορφές κοινωνικής οργάνωσης που είναι αναγκαίες για να την αξιοποιήσουν. Στα απομνημονεύματα του Bash The Rich ό βετεράνος του οργάνωσης Class War, Ian Bone παραθέτει τα λόγια του μέλους της οργάνωσης Angry Brigade, John Barker πως οι «βόμβες μολότοφ είναι πολύ πιο δημοκρατικές από το δυναμίτη», αφήνοντας να εννοηθεί πως πρέπει να αναλύουμε κάθε εργαλείο αντίστασης σύμφωνα με το πως κατασκευάζει εξουσίες. Κριτικάροντας το μοντέλο του ένοπλου αγώνα που υιοθετήθηκε από ιεραρχικά απολυταρχικές οργανώσεις στην Ιταλία του 1970, ο Alfredo Bonano και άλλοι εξεγερσιακοί τόνιζαν πως η απελευθέρωση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω οριζόντιων, αποκεντρωμένων, συμμετοχικών μεθόδων αντίστασης.
«Είναι αδύνατο να κάνουμε επανάσταση μόνο με την γκιλοτίνα. Η εκδίκηση είναι ο προθάλαμος της εξουσίας. Οποιοσδήποτε που θέλει να εκδικηθεί απαιτεί αρχηγό. Έναν αρχηγό για να τους οδηγήσει στη νίκη, και να αποκαταστήσει την πληγωμένη δικαιοσύνη»
Alfredo Bonano, Η Ένοπλη Χαρά
Ενωμένο, το εξεγερμένο πλήθος μπορεί να υπερασπιστεί μια αυτόνομη ζώνη ή να ασκήσει πίεση στις αρχές δίχως την ανάγκη μιας κεντρικής ηγεσίας. Όπου αυτό είναι αδύνατο – όταν η κοινωνία έχει σπάσει σε δυο διακριτές πλευρές που είναι έτοιμες να εξοντώσει η μια την άλλη με στρατιωτικά μέσα – κάποιος δεν μπορεί πια να μιλάει για επανάσταση, αλλά μόνο για πόλεμο. Η προϋπόθεση της επανάστασης είναι πως η υπονόμευση μπορεί να απλωθεί πέρα από τις γραμμές της εχθρότητας, αποσταθεροποιώντας την συμμαχίες και τις εικασίες που στηρίζουν την εξουσία. Δεν πρέπει ποτέ να βιαστούμε να κάνουμε την μετάβαση από επαναστατική θέρμη σε πόλεμο. Κάνοντάς το συνήθως εμποδίζει δυνατότητες παρά τις διευρύνει.
Ως εργαλείο, η γκιλοτίνα παίρνει ως δεδομένο πως είναι αδύνατο να μεταμορφώσεις τις σχέσεις κάποιου με τον εχθρό, μόνο να τις καταργήσεις. Επιπλέον, η γκιλοτίνα υποθέτει πως το θύμα είναι ήδη εντελώς μέσα στην εξουσία των ανθρώπων που την χρησιμοποιούν. Αντίθετα με τα επιτεύγματα του συλλογικού θάρρους, που έχουμε δει να επιτυγχάνουν άνθρωποι μπροστά σε τρομερά αρνητικές πιθανότητες σε λαϊκές εξεγέρσεις, η γκιλοτίνα είναι όπλο δειλών.
Με την άρνηση της σφαγής συνολικά των εχθρών μας, κρατάμε ανοιχτή την πιθανότητα πως μια μέρα ίσως ενωθούν μαζί μας στο σχέδιο μας για την μεταμόρφωση του κόσμου. Η αυτοάμυνα είναι αναγκαία, αλλά όπου μπορούμε, πρέπει να ρισκάρουμε να αφήσουμε τους αντιπάλους μας ζωντανούς. Το να μην το κάνουμε εξασφαλίζει πως δεν θα είμαστε καλύτεροι από τους χειρότερούς μεταξύ τους. από στρατιωτικής πλευράς, αυτό είναι εμπόδιο· αλλά αν επιθυμούμε πραγματικά την επανάσταση, είναι ο μόνος τρόπος.
Ελευθερώστε, μην Εξολοθρεύετε
«Το να δίνεις ελπίδα στους πολλούς καταπιεσμένους και φόβο στους λίγους καταπιεστές, αυτή είναι η δουλειά μας· αν κάνουμε το πρώτο και δώσουμε ελπίδα στους πολλούς, οι λίγοι πρέπει να φοβηθούν από την ελπίδα τους. Διαφορετικά, δεν θέλουμε να τους τρομάξουμε· δεν θέλουμε να εκδίκηση για τους φτωχούς ανθρώπους, αλλά ευτυχία· πράγματι, πια εκδίκηση μπορούμε να πάρουμε για τα χιλιάδες χρόνια μαρτυρίων των φτωχών;»
William Morris, Πως ζούμε και πως μπορούμε να ζήσουμε
Έτσι αποκηρύσσουμε την λογική της γκιλοτίνας. Δεν θέλουμε να εξολοθρεύσουμε τους εχθρούς μας. Δεν πιστεύουμε πως ο δρόμος προς την αρμονία είναι η αφαίρεση όσων δεν πιστεύουν στην ιδεολογία μας από το κόσμο. Το όραμα μας είναι ένας κόσμος στον οποίο χωράνε πολλοί κόσμοι, όπως λέει ο Υποδιοικητής Marcos – ένας κόσμος στον οποίο το μόνο πράγμα που είναι αδύνατο είναι η κυριαρχία και η καταπίεση.
Ο αναρχισμός είναι μια πρόταση για οποιονδήποτε σκέφτεται πως μπορούμε να βελτιώσουμε τις ζωές μας – εργαζόμενοι και άνεργοι, άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων και φύλων η χωρίς, ζητιάνοι και δισεκατομμυριούχοι εξίσου. Η αναρχική πρόταση δεν είναι τα συμφέροντα της μιας ομάδας εναντίον μιας άλλης: δεν είναι ένας τρόπος να πλουτίσουν οι φτωχοί εις βάρος των πλουσίων, ή να ενδυναμωθεί η μια εθνικότητα ή θρησκεία σε βάρος της άλλης. Όλα τα «συμφέροντα» που θεωρητικά χαρακτηρίζουν διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων είναι προϊόντα της κυρίαρχης τάξης και πρέπει να μεταμορφωθούν μαζί της, όχι να διατηρηθούν ή να φροντιστούν.
Από την πλευρά μας, ακόμη και η ανώτερες θέσεις πλούτου και εξουσίας που είναι διαθέσιμες στην υπάρχουσα τάξη είναι άχρηστες. Τίποτα από αυτά που προσφέρουν το κράτος και ο καπιταλισμός δεν έχουν αξία για εμάς. Θέλουμε την αναρχική επανάσταση στη βάση πως θα εκπληρώσει επιθυμίες που η κυρίαρχη κοινωνική τάξη δεν θα μπορέσει ποτέ να ικανοποιήσει: η επιθυμία να είμαστε σε θέση να προσφέρουμε για τον καθένα και τους αγαπημένους του αλλά όχι εις βάρος άλλων, η επιθυμία να εκτιμόμαστε για την δημιουργικότητα και το χαρακτήρα παρά για το πόσο κέρδος μπορεί να παράξει κάποιος, την επιθυμία να δομήσει κάποιος τη ζωή του γύρω από ότι είναι βαθιά ευτυχές παρά σύμφωνα με τις επιταγές του ανταγωνισμού.
Λέμε πως ο καθένας που είναι ζωντανός τώρα θα συνυπήρχε – αν όχι καλά, τότε τουλάχιστον καλύτερα – αν δεν ανταγωνιζόμασταν για εξουσία και πόρους στα μηδενικού αθροίσματος παιχνίδια πολιτικής και οικονομίας.
Αφήστε στους αντισημίτες και σε άλλους ρατσιστές να περιγράφουν τον εχθρό ως ένα τύπο ανθρώπων, να προσωποποιούν οτιδήποτε φοβούνται ως τον Άλλο. Ο εχθρός μας δεν είναι ένα είδος ανθρώπινου όντος, αλλά η μορφή κοινωνικών σχέσεων που επιβάλλουν ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων ως θεμελιώδες μοντέλο για την πολιτική και την οικονομία. Η κατάργηση της κυβερνώσας τάξης δεν σημαίνει την αποκεφάλιση όλων όσων αυτή τη στιγμή έχει ένα γιοτ ή ακριβό διαμέρισμα· σημαίνει να είναι αδύνατο για οποιονδήποτε να ασκεί εξαναγκαστική βία συστηματικά πάνω σε κάποιον άλλο. Μόλις αυτό γίνει αδύνατο, κανένα γιοτ ή διαμέρισμα δεν θα μείνει άδειο για πολύ.
Όσο για τους άμεσους αντιπάλους μας – τα συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα που είναι αποφασισμένα να διατηρήσουν την κυρίαρχη τάξη ως έχει – θέλουμε να τους νικήσουμε, όχι να τους εξοντώσουμε. Όσο εγωιστές και άπληστοι και αν φαίνονται, τουλάχιστον μερικές από τις αξίες τους είναι παρόμοιες με τις δικές μας, και τα περισσότερα από τα λάθη τους – όπως και τα δικά μας – προέρχονται από τους φόβους και τις αδυναμίες τους. σε πολλές περιπτώσεις, αντιτίθενται στις προτάσεις της αριστεράς ακριβώς εξαιτίας αυτού που είναι εσωτερικά αντιφατικό σε αυτούς – για παράδειγμα, η ιδέα της δημιουργίας της αδελφότητας της ανθρωπότητας με τα μέσα του βίαιου εξαναγκασμού.
Ακόμη και αν διεξαγάγουμε σε έντονο φυσικό αγώνα με τους αντιπάλους μας, οφείλουμε να διατηρήσουμε μια βαθιά πίστη στην δυνατότητα τους, γιατί ελπίζουμε να ζήσουμε με διαφορετική σχέση κάποια μέρα. Ως φιλόδοξοι επαναστάτες, αυτή η ελπίδα είναι ο πιο πολύτιμος πόρος μας, η βάση σε κάθε τι που κάνουμε. Αν είναι να διαδώσουμε σε όλη την κοινωνία και σε ολόκληρο το πλανήτη την επαναστατική αλλαγή, εκείνοι που πολεμάμε σήμερα θα πρέπει να πολεμάνε δίπλα μας αύριο. Δεν κηρύσσουμε τον προσανατολισμό δια του ξίφους, ούτε φανταζόμαστε πως θα πείσουμε τους αντιπάλους μας σε κάποια αφηρημένη αγορά ιδεών· αντίθετα, στοχεύουμε να ανατρέψουμε τους τρόπους με τους οποίους ο καπιταλισμός και το κράτος αναπαράγουν σήμερα τους εαυτούς τους ενώ ταυτόχρονα θα δείχνουμε τις αρετές της εναλλακτικής μας ανοιχτά και αποτελεσματικά. Δεν υπάρχουν συντομότεροι δρόμοι όταν μιλάμε για αλλαγή που θα έχει διάρκεια.
Ακριβώς επειδή είναι αναγκαίο μερικές φορές να χρησιμοποιήσουμε βία στις συγκρούσεις μας με τους υπερασπιστές της κυρίαρχης τάξης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό πως δεν θα χάσουμε ποτέ τις φιλοδοξίες μας, τη συμπόνια μας, και τον οπτιμισμό μας. Όταν είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουμε καταναγκαστική βία, η μόνη δυνατή αιτιολόγηση είναι απαραίτητο βήμα προς την δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου για όλους – συμπεριλαμβανομένων των εχθρών μας, ή τουλάχιστον των παιδιών τους. Διαφορετικά, ρισκάρουμε να γίνουμε οι επόμενοι Ιακωβίνοι, οι επόμενοι βεβηλωτές της επανάστασης.
«Η μόνη πραγματική εκδίκηση που μπορούμε να πάρουμε είναι με τις δικές μας προσπάθειες να κατακτήσουμε την ευτυχία»
William Morris, σε απάντηση στα καλέσματα για εκδίκηση για τις αστυνομικές επιθέσεις στην Πλατεία Τραφάλγκαρ
Παράρτημα: Οι Αποκεφαλισμένοι
Η γκιλοτίνα δεν τελείωσε την καριέρα της με την ολοκλήρωση της Πρώτης Γαλλικής Επανάστασης, ούτε όταν κάηκε στη διάρκεια της Παρισινής Κομούνας. Στη Γαλλία χρησιμοποιούνταν, ουσιαστικά ως μέσο για την εκτέλεση των κρατικών θανατικών ποινών μέχρι και το 1977. Μια από τις τελευταίες γυναίκες που οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα στη Γαλλία, εκτελέστηκε επειδή έκανε βοηθούσε γυναίκες να κάνουν εκτρώσεις. Οι Ναζί εκτέλεσαν με γκιλοτίνα περίπου 16500 ανθρώπους μεταξύ 1933 και 1945 – τον ίδιο αριθμό ανθρώπων που σκοτώθηκαν στο αποκορύφωμα της Τρομοκρατίας στη Γαλλία.
Μερικά θύματα της γκιλοτίνας:
- Ravachol, αναρχικός
- Auguste Vaillant, αναρχικός
- Emile Henry, αναρχικός
- Sante Geronimo Caserio, αναρχικός
- Raymond Caillemin, Étienne Monier και André Soudy, όλοι τους αναρχικοί, μέλη της αποκαλούμενης Συμμορίας Bonnot
- Mécislas Charrier, αναρχικός
- Felice Orsini, προσπάθησε να δο9λοφονήσει τον Napoleon III
- Hans & Sophie Scholl και Christoph Probst, μέλη της οργάνωσης Die Weiße Rose (Το Λευκό Ρόδο), μια μυστική αντιναζιστική νεανική οργάνωση ενεργή στο Μόναχο το 1942-1943
«Είμαι αναρχικός. Μας κρέμασαν στο Σικάγο, μας έστειλαν στην ηλεκτρική καρέκλα στη Νέα Υόρκη, μας έστειλαν στη γκιλοτίνα στο Παρίσι και μας στραγγάλισαν στη Ρώμη, και θα ακολουθήσω τους συντρόφους μου. Είμαι ενάντια στην Κυβέρνηση σας και την εξουσία σας. Κάτω και οι δυο. Κάντε το χειρότερό σας. Ζήτω η Αναρχία!»
Chummy Fleming
Πηγή: CrimethInc