Θανάσης Γ. Κορακάκης “Φυτώρια αυτοδίδακτων, φυλακές και εξορίες: το παράδειγμα της Καισαριανής” ( Εκδ. Κοροντζή )
Σαν τις κότες μας σεργιανούσανε από κοτέτσι σε κοτέτσι:Κέρκυρα, Γεντί Κουλέ, Αβέρωφ, Γυάρο, Άη Στράτη…Από γεωγραφία γίναμε ατσίδες.
Χρόνης Μίσσιος
Η δεκαετία του ’40 αποτέλεσε τα χρόνια της σύγκρουσης για τον ελλαδικό χώρο. Η δίψα του φασισμού για κυριαρχία μεταφέρθηκε και στα τότε σύνορα της Ελλάδας. Η σύγκρουση δεν είχε μόνο πολιτικές διαστάσεις μα και κοινωνικές και γεωγραφικές. Διαχύθηκε σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής.
Δυστυχώς, εκείνα τα χρόνια, πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις, ελευθεριακό ή αναρχικό κίνημα δεν υπήρξε ποτέ εδώ. Τα θαύματα του ελευθεριακού κομμουνισμού στις ισπανικές επαρχίες δεν επαναλήφθηκαν στην ελληνική ύπαιθρο η οποία σήκωσε και το μεγαλύτερο βάρος, όπως και τις συνέπειες της σύγκρουσης.
Έτσι, μόνη η αριστερά-και σε στρατιωτικό επίπεδο-πολέμησε το φασισμό την Ελλάδα, εγχώριο και ξενόφερτο. Και το έκανε, ανεξάρτητα αποτελέσματος, με μεγάλες θυσίες σε ανθρώπους χωρίς καμιά αμφισβήτηση. Για την περίοδο που συζητάμε η οποία και χρονοθετεί και τη θεματική αυτού του βιβλίου, η αριστερή ιστορική αφήγηση μας παρέχει μια υπερπληθώρα βιβλίων. Έχοντας προσωπικά διαβάσει πολύ για αυτή τη δεκαετία σκληρών ταξικών και κοινωνικών αγώνων, δεν συγκινούμαι εύκολα με νέες εκδόσεις που αναμασούν τη μοιρολατρική οπτική της επίσημης αριστεράς για τα γεγονότα. Προτιμώ να επικεντρώνω σε προσωπικές μαρτυρίες που πάντα έχουν κάτι νέο να φέρουν, αλλά και σε περισσότερο εξειδικευμένα θέματα από την εποχή. Αυτό το θαυμάσιο βιβλίο καλύπτει και τις δύο, εντελώς προσωπικές, συνιστώσες.
Η χρονική του επικάλυψη φτάνει, θεωρητικά, έως το 1966, πρακτικά επικεντρώνεται στα χρόνια του Εμφύλιου (1945-49) και στην πρώτη μετεμφυλιακή εποχή. Οι λόγοι προφανείς με κυριότερο τη μαζικότητα, σε αριθμούς, των πολιτικών κρατούμενων (αν και το κράτος, βέβαια, κατά την προσφιλή του μέθοδο, δεν ήθελε να τους ταυτοποιεί έτσι ).
Χαρακτηρίζοντας, με μια πικρή ειρωνεία ίσως, τη φυλακή ως το “φυτώριο που τους εξέθρεψε πνευματικά” (εννοώντας τους αυτοδίδακτους) με μια εισαγωγή για τη μετακατοχική κατάσταση των φυλακών, σκιαγραφώντας τις ως “κονσερβοκούτια ανθρώπινης μάζας”, αποδίδοντας με λίγες λέξεις την απάνθρωπη μεταχείριση των, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αγωνιστών της κατοχικής αντίστασης.
Ολόκληρο, σχεδόν, το βιβλίο είναι γραμμένο σε ζωντανή γλώσσα, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια με απλούς και, σχετικά, ευφάνταστους τίτλους χωρίς να χάνει τη ροή του και-πολύ σημαντικό-χωρίς ποτέ να πέφτει στο διανοητικό χαντάκι του ακαδημαϊκού ιστορικισμού. Θα διαφωνήσω με την άποψη που εκθέτει ο συγγραφεας νωρίς-νωρίς στο βιβλίο. Πως, δηλαδή, ο όρος αυτομόρφωση είναι αδόκιμος γιατί στοιχειώδης εκπαίδευση χωρίς δάσκαλο είναι αδύνατη. Αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να επιχειρηματολογήσω…
Μέσα από τις αφηγήσεις του βιβλίου, σε τρίτο αλλά συχνά και σε πρώτο πρόσωπο, αναδομείται η εποχή και οι μικροκοινωνίες των φυλακών και των ξερονησιών. Μέρη που με την παρουσία των πολιτικών κρατούμενων έσφυζαν από ζωή και νέους ανθρώπους. Οι κρατούμενοι έφτιαχναν ομάδες συμβίωσης. Εγκλεισμός μα και συλλογικοποίηση και οργάνωση για την αντιμετώπιση του εγκλεισμού και της κρατικής βαρβαρότητας. Όπως αναφέρει και μια κρατούμενη: “αν δεν είμασταν έτσι ενωμένες, δεν θα μπορούσαμε να βγούμε σωστές από τις φυλακές”.
Εντελώς αναμενόμενα τα μέλη του ΚΚΕ πλειοψηφούσαν ή αποτελούσαν τη σημαντικότερη μειοψηφία. Ήταν σαφής η γραμμή και φανερή η προσπάθεια από τα πάνω του κόμματος ( ένα είναι ) για έλεγχο και καθοδήγηση των κρατούμενων σε όσα διάβαζαν και μάθαιναν. Παλιά μου τέχνη κόσκινο.
Ο συγγραφέας, όμως, δεν δοκιμάζει να περάσει μια, επίσημη ή μη, αριστερή γραμμή. Σε διάσπαρτα σημεία του βιβλίου βρίσκουμε αναφορές στον Κροπότκιν ενώ, όπως ήδη αναφέραμε, η στοχοθεσία του στοιχειοθετείται απ’ τις προσωπικές ιστορίες. Μας παρουσιάζει, για παράδειγμα, πως κάθε έντυπο που έμπαινε στη φυλακή, κρυφά ή φανερά, αποτελούσε εχθρό για δικοίκηση της φυλακής. Οι τρόποι για να περνούν τα έντυπα μέσα, κάτω από τη μύτη και τα μάτια των ανθρωποφυλάκων, ήταν πολλοί και ευφάνταστοι. Μέχρι και αρχεία δημιουργήθηκαν σε κάποιες φυλακές. Διαχρονικά τα όργανα της καταστολής δεν φημίζονταν για την εξυπνάδα τους.
Όπου υπήρχαν βιβλία, φτιάχνονταν αληθινά κρυφά σχολεία μελέτης, με τους τσιλιαδόρους να αποτελούν πρόσωπα-κλειδιά. Τα συχνά ομαδικά διαβάσματα αποτελούσαν χρυσή ευκαιρία συλλογικής, φωναχτής, κριτικής αλλά και έκφρασης θεατρικότητας με απαγγελίες. Το συλλογικοποιημένο φαντασιακό που δημιουργούνταν προσιδίαζε την παμπάλαιη, λαϊκή, προφορική παράδοση. Μέσα από τη συλλογική προσπάθεια αναδεικνυόταν το αληθινό πνεύμα της αυτομόρφωσης: με την πάροδο του χρόνου οι διδασκόμενοι δίδασκαν τους νεώτερους.
Η αυτομόρφωση επεκτεινόταν και σε άλλες μορφές τέχνης πέρα από τη λογοτεχνία. Ακόμα και παραστάσεις θεάτρου ετοίμαζαν με τις πρόβες να γίνονται στα κρυφά φυσικά. Στα πιο αφιλόξενα μέρη, σε φυλακές και ξερονήσια, οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν δημιουργήσει ένα υπόγειο κόσμο μάθησης που έφτανε να συμπεριλάβει μέχρι και εκμάθηση επαγγελμάτων.
Όταν δεν υπήρχαν βιβλία, τη θέση τους έπαιρνε η προφορική απαγγελία και τα σκετς, οι παντομίμες και το θέατρο που αποκτούσαν άυλη διάσταση. Οι ανάγκες των κρατούμενων ξεπερνούσαν και το κομματικό καθήκον μια και αποτελούσαν βασικές ανθρώπινες επιθυμίες. Διάβασμα για γνώση και μάθηση, για την αυτοβελτίωση, για την αίσθηση πως σπάνε οι αλυσίδες της κράτησης και τα χαλινάρια στη φαντασία. Η κατασταλτική φύση της φυλακής και της εξορίας λειτουργούσε αντίστροφα για την κυριαρχία της πατριαρχίας και του σεξισμού. Στους τόπους κράτησης και εξορίας οι γυναίκες κρατούμενοι ήταν το ίδιο και ακόμη περισσότερο σημαντικές και ενεργές με τους άνδρες σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Σε κάποια σημεία η αφήγηση του βιβλίου λοξοδρομεί, περιγράφοντας συνολικά τη ζωή στη φυλακή και τις δραστηριότητες της. Κατανοητό, ίσως και αναπόφευκτο, ο συγγραφέας να θέλει να δώσει μια περισσότερο συνολική εικόνα, έτσι, όμως, αδυνατίζει το ίδιο το βιβλίο και το εξειδικευμένο του θέμα. Στο τελευταίο του κομμάτι διέκρινα μια προσπάθεια χρήσης μιας πιο λόγιας γλώσσας απέναντι στην ιστορική αφήγηση.
Η δίψα του ανθρώπου για μάθηση δεν σβήνει ποτέ και οι προσωπικές μαρτυρίες που βρίσκουμε σε αυτό το βιβλίο μας το επιβεβαιώνουν. Άλλη μια αιτία που αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο είναι γιατί, αισθάνθηκα πως, μας κλείνει το μάτι ο συγγραφέας λέγοντας πως “την περίοδο από το 1945 η αντιεξουσιαστική πολιτική δράση και σκέψη ποινικοποιούνται¨.
Κρίμα που δεν πρόλαβα να μάθω τι έκανε ο Γιάνοσικ ( ο ήρωας του βιβλίου που διάβαζε ).
Λόγια κρατούμενου, από μαρτυρία, την ώρα που τον πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
ο κουλτουριάρης