Στις 16 Φλεβάρη του 1936 διενεργήθηκαν οι τρίτες (και τελευταίες) ελεύθερες εκλογές της δεύτερης ισπανικής δημοκρατίας. Βασικοί αντιμέτωποι σε αυτές τέθηκαν δυο μεγάλοι συνασπισμοί κομμάτων. Ο πρώτος αποτελείτο από ένα φάσμα κομμάτων που ξεκινούσε από τους κεντρώους δημοκράτες και έφτανε μέχρι την άκρα αριστερά και τον επαναστατικό συνδικαλισμό. Καθιερώθηκε ως Λαϊκό Μέτωπο (Frente Popular), αν και ποτέ δε συμφωνήθηκε αυτός ο όρος από τους συνιδρυτές του. Τα δυο μεγάλα κόμματα που συνυπέγραψαν την ίδρυσή του ήταν το σοσιαλιστικό (PSOE) –το οποίο εκπροσώπησε και τα μικρότερα κόμματα, όπως το κομμουνιστικό, το συνδικαλιστικό κόμμα του Πεστάνια και το POUM- και η κεντρώα Δημοκρατική Αριστερά (IR). Στον αντίποδα, ο συνασπισμός της δεξιάς ονομάστηκε Εθνικό Αντεπαναστατικό Μέτωπο και είχε επικεφαλής το καθολικό κόμμα CEDA με έμβλημα… το σταυρό. Ενώ το Λαϊκό Μέτωπο υιοθέτησε σχεδόν αυτούσιο το πολιτικό πρόγραμμα των κεντρώων (με κάποιες αόριστες αναφορές στα δικαιώματα των εργατικών δυνάμεων), οι κόντρες μεταξύ μοναρχικών, καθολικών, συντηρητικών και δεξιών δημοκρατών του αντεπαναστατικού μπλοκ κατέστησαν μια προγραμματική συμφωνία αδύνατη και συντέλεσαν στη διασπορά των δεξιών δυνάμεων σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες.
Η αντιεκλογική καμπάνια της CNT ήταν υποτονική και αντικατόπτριζε τη διάθεση της βάσης να ψηφίσει υπέρ του Λαϊκού Μετώπου. Η διάθεση αυτή δεν υπέκρυπτε δημοκρατικές ψευδαισθήσεις, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας διετίας σκληρής καταστολής και εθνικού διχασμού. Πολλές χιλιάδες μέλη της CNT εξέτιαν ποινές φυλάκισης και υπήρχε προεκλογική δέσμευση για την αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων. Η ένοπλη σύγκρουση με τους φασίστες φαινόταν σίγουρη και το αποτέλεσμα των εκλογών μπορούσε να αλλάξει τη στιγμή και τους συσχετισμούς του επερχόμενου εμφυλίου. Μετά από ολομέλειες των επιτροπών της οργάνωσης και έντονες ανταλλαγές σκεπτικών, η CNT παρέμεινε πιστή στην αντιπολιτική – αντιεκλογική της στάση ως οργάνωση, όμως δεν προσπάθησε σθεναρά να πείσει τους εργάτες να απέχουν.
Το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν οριακό. Σε σύνολο 9,5 εκ. ψηφοφόρων το Λαϊκό Μέτωπο επικράτησε με 47% έναντι 45,5% των δεξιών. Η διαφορά ήταν περίπου 150.000 ψήφοι. Όμως, η κατανομή των εδρών σε ένα πολύπλοκο εκλογικό σύστημα οδήγησε σε θρίαμβο των δημοκρατικών, καθώς πήραν 263 έδρες έναντι 156 των δεξιών. Μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, ο ηγέτης της CEDA ζήτησε από τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να παραδώσει τη χώρα στο στρατό. Ο δεύτερος που επικοινώνησε με τον πρωθυπουργό για να εκφράσει το ίδιο αίτημα ήταν ο γενικός επιτελάρχης του στρατού ξηράς, ο στρατηγός Φράνκο. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση αρνήθηκε, κήρυξε κατάσταση συναγερμού και παρέδωσε -νωρίτερα από το κανονικό- τη διακυβέρνηση στους νικητές των εκλογών. Το στρατιωτικό πραξικόπημα αποφεύχθηκε εκείνη τη μέρα, λόγω και της άρνησης του δημοκρατικού διοικητή της Γκουάρδια Θιβίλ να συναινέσει στα σχέδια του στρατού.
Ο ισπανικός λαός, χωρίς να γνωρίζει τις παρασκηνιακές λεπτομέρειες, βγήκε στο δρόμο και με μαζικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις απαίτησε την εκπλήρωση των προεκλογικών δεσμεύσεων για αμνηστία. Σε πολλές περιπτώσεις, οι φυλακές πολιορκήθηκαν και απελευθερώθηκε το σύνολο των κρατουμένων, πριν την 21η Φλεβάρη, οπότε και η νέα κυβέρνηση ψήφισε την αμνηστία των πολιτικών κρατουμένων (πολλά μέλη της CNT -ειδικά των ομάδων άμυνας- παρέμειναν στη φυλακή, καθώς θεωρήθηκαν «ποινικοί»). Τη ίδια μέρα, η κυβέρνηση καθαίρεσε τον Φράνκο από το επιτελείο και τον έστειλε στα Κανάρια Νησιά. Ομοίως έπραξε και για έναν μεγάλο αριθμό υψηλόβαθμων στρατιωτικών, οι οποίοι μετατέθηκαν σε ακίνδυνους προορισμούς ή τέθηκαν σε διαθεσιμότητα. Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του βίου της, η κυβέρνηση ψήφισε την επιστροφή στη θέση τους των εκλεγμένων δημάρχων, που η δεξιά είχε καθαιρέσει το 1933, την υποχρεωτική επαναπρόσληψη και αποζημίωση των εργατών που είχαν απολυθεί λόγω της επανάστασης του Οκτώβρη του 1934 και την επανατοποθέτηση του -μόλις αποφυλακισμένου- Γιουίς Κομπάνυς στη θέση του προέδρου της αυτόνομης καταλανικής κυβέρνησης.
Το κλίμα στη χώρα παρέμεινε ηλεκτρισμένο. Σοσιαλιστές, αναρχικοί και κομμουνιστές πίεζαν ποικιλοτρόπως την κυβέρνηση και τα αφεντικά για παραχωρήσεις. Στην ύπαιθρο έγιναν καταλήψεις σε χωράφια μεγαλοϊδιοκτητών. Στις πόλεις οι επιτροπές άμυνας της CNT, αλλά και ομάδες της FAI, ασχολήθηκαν εντατικά με το στήσιμο ενός αυτοοργανωμένου δικτύου εξοπλισμού και συντονισμού, ενόψει του αναπόφευκτου πραξικοπήματος. Οι φασίστες προσπαθούσαν συνεχώς να δυναμιτίσουν το κλίμα με βίαια επεισόδια και δολοφονίες, με αποκορύφωμα την απόπειρα δολοφονίας του σοσιαλιστή αντιπροέδρου της βουλής, στις 12 Μάρτη, η οποία οδήγησε στην απονομιμοποίηση της φασιστικής Φάλαγγας και τη σύλληψη του αρχηγού της, Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα.
Οι εκλογές της 16ης Φλεβάρη του 1936 αποτέλεσαν την τελευταία ελπίδα του προοδευτικού κομματιού της αστικής τάξης να διατηρήσει τη χώρα σε μια δημοκρατική τροχιά. Η επιτυχής έκβαση του αποτελέσματος για το Λαϊκό Μέτωπο έδωσε απλά μια μικρή παράταση ζωής στο δημοκρατικό πολίτευμα. Όπως είχε σωστά προβλέψει η εθνική επιτροπή της CNT, δύο μέρες πριν τις εκλογές, «αν κάποιος ανοίξει στα σοβαρά τις εχθροπραξίες, η δημοκρατία –ανεπίκαιρη- θα υποκύψει στα διασταυρούμενα πυρά και θα βγει από το πεδίο της μάχης». Το μόνο που δεν προέβλεψε σωστά ήταν ο χρόνος του πραξικοπήματος. Ό,τι δεν ξεκίνησε στις 17 προς 18 Φλεβάρη, ξεκίνησε τελικά 4 μήνες μετά, στις 17 προς 18 Ιούλη…